Η υπ’ αριθ. 630/21 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε επιτυχώς το γραφείο μας, απέρριψε Αγωγή πρώην εργοδότριας εταιρείας κατά εργαζομένου με αίτημα αποζημίωσης λόγω παραβίασης της ρήτρας μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού και εχεμύθειας και επιδίκασε υπέρ του τελευταίου δικαστική δαπάνη 2.000,00 ευρώ. Η εργοδότρια αξίωνε ποσό άνω των 80.000,00 ευρώ ως κατάπτωση ποινικών ρητρών στη σύμβαση εργασίας, καθώς και ως αποζημίωση και ηθική βλάβη της.
Ειδικότερα, κρίθηκε ότι “μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη η συμφωνία με την οποία το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης λόγω ανάγκης ή απειρίας του και είναι υποχρεωμένο για να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση, να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες με ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες γι’ αυτό, είτε λόγω άγνοιας της γλώσσας αλλοδαπής χώρας, είτε λόγω δυσχέρειας παραμονής σε αλλοδαπή χώρα χωρίς εργασία, είτε λόγω ύπαρξης αδυναμίας να αναθέσει σε κατάλληλο νομικό παραστάτη την υπεράσπιση της υπόθεσής του είτε λόγω διαδικαστικών ή άλλων εμποδίων ή μειονεκτημάτων με αποτέλεσμα να μην αποτολμά οποιαδήποτε ενέργεια και έτσι να στερείται τα νόμιμα δικαιώματά του“.
Η επιλογή της εργοδότριας να χρησιμοποιήσει την καταχρηστική ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας και να ενάγει τον εργαζόμενο στην Αθήνα, αντί για τη Θεσσαλονίκη, που είναι ο τόπος εργασίας και κατοικίας του τελευταίου, επικρίθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι:
“Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι η η συνομολόγηση της παρέκτασης αποτελεί το προϊόν εκμετάλλευσης της ανάγκης του ενάγοντος, ο οποίος ζητώντας εργασία βρισκόταν σε ασθενέστερη θέση και δεν μπορούσε να διαπραγματευτεί το περιεχόμενο της σύμβασης που πρότεινε η ενάγουσα“.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν αρκεί η αναφορά ότι ο εργαζόμενος παραβίασε τις υποχρεώσεις του, αλλά θα πρέπει “να προσδιορίζεται επαρκώς και με ποιον ακριβώς τρόπο παραβίασε ο ενάγων τις υποχρεώσεις του, αφού δεν αναφέρονται σαφώς τα μυστικά για τα οποία δεν τήρησε εχεμύθεια, και ποιες εμπιστευτικές πληροφορίες παρείχε στην ανταγωνίστριά της νέα εργοδότριά του“, απορρίπτοντας την Αγωγή στο σύνολο της ως αόριστη.
Ακολουθεί η υπ’ αριθ. 630/21 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
630/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Μιχαήλ Φίλιππα, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Γεωργία Καρατσάλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 29η Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία ….., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου Δικηγόρου της …… του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Θωμά Καλοκύρη με Α.Μ. 11982 του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
[…] Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν του ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[….]Από τη διάταξη του άρθρου 42§1 εδ. α’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό Δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίσυ Κώδικα, προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 ΚΠολΔ, δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός εάν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει το αντίθετο. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία αυτή είναι δικονομικής φύσης σύμβαση, εφόσον οι παραπάνω διατάξεις προβλέπουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή επιτρέπεται και καθορίζουν τους όρους με την τήρηση των οποίων είναι δυνατή η κατάρτισή της, με την οποία παρεκτείνεται η τοπική αρμοδιότητα των πολιτικών Δικαστηρίων (βλ. ΕφΑΘ 106/2018, Εφβεσ 1823/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 364/1998 ΕλλΔνη 1998 σελ. 897). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, η δε έρευνα της αρμοδιότητας, επειδή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της διεξαγωγής της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, αφορά τη δημόσια ‘τάξη καί προηγείται από την έρευνα οιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως άλλωστε και από την έρευνα για τη νομική βασιμότητα της αγωγής (βλ. ΑΠ 784/1971 ΝοΒ 20, σελ. 485, ΕφΑΘ 3159/2011 ΕλλΔνη 2012, σελ. 161, Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, άρθρο 46, αριθμός 6, σελ. 107). Η συμφωνία για την παρέκταση της κατά τόπο αρμοδιότητας είναι, όπως προεκτέθηκε, δικονομική σύμβαση και για τον λόγο αυτό δεν υπόκειται σε έλεγχο κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, διότι βάσει των αξιολογικών κριτηρίων που θεσπίζονται με το άρθρο αυτό ελέγχεται η άσκηση εκείνων μόνο των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ουσιαστικό και όχι όσων προέρχονται από το δικονομικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 604/2018, ΑΠ 639/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1823/2014 ό.π.), ως προς τα οποία, ωστόσο, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 116 ΚΠολΔ, το οποίο επιβάλλει μεν και αυτό την καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, χωρίς, όμως, κατά τα λοιπά να προβλέπει ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης που ενεργήθηκε κατά παράβασή του {βλ. ΑΠ 563/20 Ιό, ΑΠ 1595/2014, ΑΠ 1414/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, είναι άκυρη κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, όπως είναι και εκείνη με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου. Στον περιορισμό αυτό υπόκειται και η συμφωνία με την οποία αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42,43 και 44 ΚΠολΔ, γίνεται αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών περιουσιακού αντικειμένου, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί ή πρόκειται να δημιουργηθούν στο μέλλον μεταξύ των ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη η συμφωνία με την οποία το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης λόγω ανάγκης ή απειρίας του και είναι υποχρεωμένο για να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση, να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες με ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες γι’ αυτό, είτε λόγω άγνοιας της γλώσσας αλλοδαπής χώρας, είτε λόγω δυσχέρειας παραμονής σε αλλοδαπή χώρα χωρίς εργασία, είτε λόγω ύπαρξης αδυναμίας να αναθέσει σε κατάλληλο νομικό παραστάτη την υπεράσπιση της υπόθεσής του είτε λόγω διαδικαστικών ή άλλων εμποδίων ή μειονεκτημάτων με αποτέλεσμα να μην αποτολμά οποιαδήποτε ενέργεια και έτσι να στερείται τα νόμιμα δικαιώματά του (βλ. ΑΠ 977/1985 ΝοΒ 1986, σελ. 845, ΕφΠειρ 280/1995 ΕΝαυτΔ σελ. 200, ΕφΑΘ 6716/1991 ΕλλΔνη 1993, σελ. 1630, ΠολΠρωτΑΘ 2495/2014. .Ν.Π.. ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 66/2021 αναρτημένη στην ιστοσελίδα του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ΜονΠρωτΑΘ 2024/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
[..] Εν προκειμένω, η ενάγουσα ιστορεί στην υπό κρίση αγωγή της ότι διατηρεί επιχείρηση …. στη Θεσσαλονίκη. Ότι δυνάμει της από 25-1-2019 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσέλαβε τον εναγόμενο ως υπάλληλο πλήρους απασχόλησης. Ότι στην γραπτή σύμβαση εργασίας είχαν περιληφθεί όροι εχεμύθειας και απαγόρευσης ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης και επί έξι’ μήνες μετά τη λήξη της, υπό την απειλή ποινικής ρήτρας ίσης με το ισόποσο 12 μηνιαίων μισθών. Ότι ο εναγών παρέβη τους όρους αυτούς και την υποχρέωση πίστης προς την εργοδότριά του, και συγκεκριμένα, αφού έλαβε αντίγραφα του πελατολογίου .[..] και πραγματοποίησε επαφές [..], αποχώρησε οικιοθελώς από την εργασία του και αμέσως ξεκίνησε συνεργασία με ανταγωνίστρια εταιρεία, στην οποία γνωστοποίησε εμπιστευτικές πληροφορίες της προηγούμενης εργοδότριάς του, καταφέρνοντας μάλιστα να αποσπάσει και δύο καταρτιζόμενους [..] Και ότι με τον τρόπο αυτό της προκάλεσε χρηματική ζημία λόγω της απώλειας εισπράξεων από δίδακτρα, και της προκάλεσε ηθική βλάβη. Ζητεί, για τους λόγους αυτούς, μετά από παραδεκτό και νόμιμο μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, από εν όλω καταψηφισπκό σε εν μέρει αναγνωριστικό, που έγινε με τις προτάσεις της (η οποία ως σαφέστερη και αναφερόμενη σε μικρότερο ποσό υπερισχύει της διαφορετικής κατά περιεχόμενο και αόριστης προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου Δικηγόρου της στο ακροατήριο περί καταψήφισης ποσού 20.000 ευρώ, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 19.568,16 ευρώ ως καταπίπτουσα ποινική ρήτρα, να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει επιπλέον ως αποζημίωση το ποσό των 40.000,00 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη το ποσό των 30.000,00 ευρώ, να απεληθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το περίεχόμενο αυτό και αιτήματα, η αγωγή αυτή, για το καταψηφισπκό αίτημα της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικασπκού ενσήμου, αφού δεν υπερβαίνει το ποσό των’ 20.000,00 ευρώ που αποτελεί το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή δικασπκού ενσήμου (71 ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με την ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 ΚΠολΔ για το χρηματικό όριο της καθ’ ύλη αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων), αρμοδίως κατατέθηκε και εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτομένης της προβαλλόμενης ένστασης κατά τόπον αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.
Συγκεκριμένα, η ενάγουσα επικαλείται για τη θεμελίωση της κατά τόπον αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ρήτρα κατ’ άρθρα 42 και 44 ΚΠολΔ παρέκτασης αρμοδιότητας που περιλήφθηκε στην από 25-1-2019 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνήψε με τον εναγόμενο. Ο εναγόμενος, από την πλευρά του, επικαλείται ότι η ρήτρα αυτή παρέκτασης αρμοδιότητας είναι άκυρη ως καταχρηστική, επειδή πρόκειται για γενικό όρο συναλλαγών που η εναγόμενη έθετε ως προδιατυπωμένο όρο σε όλες τις συμβάσεις εργασίας χωρίς διαπραγμάτευση, με σκοπό να δυσχεράνει την μελλοντική παράσταση των εργαζομένων στο Δικαστήριο, και ότι εν προκειμένω κατά τόπον αρμόδια είναι τα Δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, αφού πρόκειται για τον τόπο κατοικίας του εναγομένου, παροχής της εργασίας και ύπαρξης υποκαταστήματος της εργοδότριας εταιρείας. Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι η συνομολόγηση της παρέκτασης αποτελεί το προϊόν εκμετάλλευσης της ανάγκης του ενάγοντος, ο οποίος ζητώντας εργασία βρισκόταν σε ασθενέστερη θέση και δεν μπορούσε να διαπραγματευτεί το περιεχόμενο της σύμβασης που πρότεινε η ενάγουσα. Ωστόσο, in concreto δεν διαταράχθηκαν υπέρμετρα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών, αφού ορίστηκαν ως αρμόδια τα Δικαστήρια της πρωτεύουσας του κράτους, στην οποία είναι ευχερής η εκπροσώπηση και δεν προκαλεί δυσβάσταχτες δαπάνες, ο δε ενάγων εν τοις πράγμασι δεν εμποδίστηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του αφού παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μετά των μαρτύρων του και δεν επικαλείται καμία συγκεκριμένη δικονομική βλάβη λόγω της παρέκτασης της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Συναφώς, δεν προκύπτει ούτε ότι η επίκληση της παρέκτασης αρμοδιότητας από την ενάγουσα στο δικόγραφό της, ως διαδικαστική πράξη, αποτελεί κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος κατά παράβαση του άρθρου 116 ΚΠολΔ.
Ωστόσο, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Πρώτα απ’ όλα, ως προς το αίτημα κατάπτωσης της, ποινικής ρήτρας, δεν προσδιορίζεται στα δικόγραφο αν ζητείται η κατάπτωση αυτής λόγω παραβίασης που επήλθε πριν η μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας, και με βάση ποια διάταξη της σύμβασης ζητείται, αυτή που αφορά την κατά τη διάρκεια της σύμβασης παράβαση των υποχρεώσεων του εργαζομένου ή αυτήν που αφορά τις υποχρεώσεις του μετά τη λήξη της σύμβασης. Στο δικόγραφο περιέχονται σωρευτικά και με αόριστο τρόπο πραγματικά περιστατικά που άγουν και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ώστε να μην μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα, η δε τυχόν παραδοχή ότι γίνεται σωρευτική επίκληση και των δύο περιπτώσεων οδηγεί σε συμπέρασμα αοριστίας ως προς το μέρος του ποσού του αιτήματος που αφορά έκαστη. Συναφώς, δεν προσδιορίζεται επαρκώς και με ποιον ακριβώς τρόπο παραβίασε ο ενάγων τις υποχρεώσεις του, αφού δεν αναφέρονται σαφώς τα μυστικά για τα οποία δεν τήρησε εχεμύθεια, και ποιες εμπιστευτικές πληροφορίες παρείχε στην ανταγωνίστριά της νέα εργοδότριά του, παρά μόνο γίνεται αναφορά σε απόσπαση καταρτιζομένων, χωρίς, να αναφέρεται έστω κατ’ εκτίμηση ο αριθμός τους. Όσον αφορά το αίτημα αποζημίωσης, πέραν των ανωτέρω, επιπλέον δεν προσδιορίζεται και ποια ακριβώς ήταν η ζημιά που υπέστη, αφού γίνεται ασαφής αναφορά στο ποσό των 40.000,00 ευρώ χωρίς να αναφέρεται ο τρόπος που υπολογίστηκε, παρά μόνο γίνεται αναφορά σε δίδακτρα ποσών 3.000,00 και 6.000,00 ευρώ, τα οποία δεν είναι καν υποπολλαπλάσια του ποσού που ζητείται, ώστε να μην μπορεί να εξαχθεί κανένα ασφαλές συμπέρασμα. Τούτα συμπαρασύρουν αυτονότητα και το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, αφού δεν περιγράφεται στο δικόγραφο. με ορισμένο τρόπο η άδικη πράξη που φέρεται να προκάλεσε ηθική βλάβη. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και να καταδικαστεί κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, να καταβάλει στον εναγόμενο τη δικαστική του δαπάνη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα να καταβάλει στον εναγόμενο ως δικαστική του δαπάνη το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ.
Θωμάς Στεφ. Καλοκύρης
Δικηγόρος ΜΔΕ
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ