Σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) είναι η σύμβαση, με την οποία ένας ανεξάρτητος και αυτοτελής επιχειρηματίας (δικαιοδόχος ή «λήπτης») εντάσσεται στο δίκτυο επιχειρήσεων του αντισυμβαλλόμενου του (δικαιοπαρόχου ή «δότη»), ώστε να δικαιούται να πωλεί εμπορεύματα (franchising διανομής), να παρέχει υπηρεσίες (franchising υπηρεσιών) ή και να παράγει προϊόντα (franchising παραγωγής), με τη χρήση του σήματος και της τεχνογνωσίας, του know- how πώλησης και διαφήμισης του δικαιοπαρόχου[1].
Ενδεικτικά, επιχειρήσεις, που λειτουργούν με το σύστημα του franchising διανομής είναι οι Pizza Hut, MacDonald’s, Benetton, Γερμανός κλπ., με το σύστημα του franchising υπηρεσιών μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, όπως οι Hilton, Holiday Inn κλπ., με το σύστημα franchising παραγωγής οι Coca-Cola, Seven-Up κλπ., ενώ σύνηθες είναι στην πράξη και το μικτό σύστημα franchising, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των επιχειρήσεων καλλυντικών, οι οποίες διανέμουν προϊόντα προσφέροντας παράλληλα υπηρεσίες αισθητικού[2].
Με τη σύμβαση franchising ο δότης παρέχει στο λήπτη το «πακέτο δικαιόχρησης», ένα σύνολο δηλαδή δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανική ιδιοκτησίας, εξασφαλίζει την ένταξη του τελευταίου στο δίκτυο του, του επιτρέπει τη χρήση των διακριτικών του γνωρισμάτων, τον εκπαιδεύει και τον υποστηρίζει, ενώ ο λήπτης υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και αρχές του συστήματος του δότη και να μη το ανταγωνίζεται. Ως αντάλλαγμα, ο λήπτης καταβάλει στο δότη αρχικά ένα ποσό εφάπαξ για την ένταξη του στο δίκτυο («entry fee») και, στη συνέχεια, σε περιοδική βάση, ποσοστό επί των εισπράξεων του («royalties»).
Με τη σύμβαση δικαιόχρησης εντάσσεται ο λήπτης αυτής σε ένα ενιαίο σύστημα διανομής, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονη ομοιομορφία των επιχειρήσεων, που είναι ενταγμένες στο ίδιο σύστημα δικαιόχρησης. Η σύμβαση αυτή αποτελεί σύμβαση – πλαίσιο, μεικτού χαρακτήρα, με την οποία ρυθμίζονται οι κύριες υποχρεώσεις των μερών στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του ΑΚ) και η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικά από τον νόμο, περιέχει δε στοιχεία περισσότερων συμβάσεων, όπως μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου (άρθρα 638 επ. ΑΚ), σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) και εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ). Η εκπλήρωση των διαφόρων εκατέρωθεν υποχρεώσεων που προβλέπονται στη σύμβαση δικαιόχρησης προϋποθέτει πολλές φορές τη σύναψη ειδικότερων εκτελεστικών συμβάσεων, όπως π.χ. πώλησης του αναγκαίου εξοπλισμού για τη λειτουργία του συγκεκριμένου καταστήματος πώλησης, προμήθειας των συμβατικών εμπορευμάτων, πρώτων υλών κ.λπ. Τόσο η αναγκαιότητα κατάρτισης όσο και το ειδικότερο περιεχόμενο των πιο πάνω εκτελεστικών συμβάσεων μπορούν να καθορισθούν μόνο με βάση τις συγκεκριμένες ανάγκες που προκύπτουν στα πλαίσια της συνεργασίας μεταξύ των μερών[3].
Η σύμβαση δικαιόχρησης περιλαμβάνει για τον δικαιοπάροχο πλήθος υποχρεώσεων μεταξύ των οποίων:
α) την παραχώρηση στον λήπτη του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης του «πακέτου» (δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τεχνογνωσίας κ.λπ.), του οποίου το περιεχόμενο προσδιορίζεται επαρκώς στο κύριο μέρος της σύμβασης – πλαισίου,
β) την ένταξη του λήπτη στο σύστημα με την παροχή σε αυτόν της απαιτούμενης τεχνικής και οργανωτικής υποδομής και της ανάλογης εκπαίδευσης του, που μπορεί να επαναλαμβάνεται περιοδικά,
γ) τον εφοδιασμό αυτού με πρώτες ύλες
δ) τη συνεχή υποστήριξη του λήπτη, καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης, σε οργανωτικά, τεχνικά, χρηματοδοτικά ή άλλα θέματα, την ανάληψη της υποχρέωσης διαφήμισης των προϊόντων του συστήματος και της συντήρησης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού του καταστήματος του λήπτη.
Από την άλλη πλευρά, στα πλαίσια της παραπάνω σύμβασης ο δικαιοδόχος ή λήπτης, ο οποίος πωλεί τα προϊόντα του συστήματος στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με ίδιο επιχειρηματικό κίνδυνο, έχει συνήθως τις παρακάτω υποχρεώσεις: α) την καταβολή εφάπαξ ποσού (entry fee) για την εκ μέρους του δότη παραχώρηση της χρήσης και εκμετάλλευσης της τεχνογνωσίας και των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, β) την περιοδική καταβολή στον δότη ορισμένου ποσοστού από τις εισπράξεις των πωλήσεων καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης (royalties), γ) την ενεργό προώθηση των πωλήσεων με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της προσωπικής εργασίας και των άλλων μέσων που έχει στη διάθεση του ο λήπτης, δ) τη συνεισφορά του στην κοινή διαφήμιση, ε) τη συμμόρφωση του στις οργανωτικές αρχές του συστήματος και ιδίως τον σεβασμό του στην αρχή της ομοιομορφίας, σύμφωνα με την οποία η σύνθεση, παρασκευή, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και γενικά η εικόνα τόσο του καταστήματος όσο και των προϊόντων του συστήματος είναι ενιαία, ανεξάρτητα από τον τόπο ή την αγορά, στην οποία γίνεται η διάθεση τους, στ) την υποχρέωση του λήπτη να τηρεί το απόρρητο ως προς το εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος που του παραχωρήθηκε από τον δότη, ζ) την υποχρέωση του λήπτη να μην διαθέτει ανταγωνιστικά προϊόντα καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης και να προμηθεύεται από τον δότη ή από πρόσωπο που θα υποδείξει ο ίδιος τα συμβατικά προϊόντα[4].
Η σύμβαση λύνεται, εφόσον έχει συμφωνηθεί ως αορίστου χρόνου, οποτεδήποτε με καταγγελία. Μετά τη λύση ο λήπτης υποχρεούται να σταματήσει να χρησιμοποιεί το πακέτο δικαιόχρησης, που του είχε παραχωρηθεί από το δότη, και απαλλάσσεται, ταυτόχρονα, από την υποχρέωση να του καταβάλλει το συμφωνηθέν ποσοστό των εισπράξεων του. Υποστηρίζεται, τέλος, η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του π.δ. 291/1991 περί εμπορικών αντιπροσώπων, όσον αφορά την αποζημίωση πελατείας, και στην περίπτωση της λύσης της σύμβασης δικαιόχρησης, εφόσον συντρέχουν, βεβαίως, οι εκεί ισχύουσες προϋποθέσεις[5].
[1] Ευάγγελος Εμμ. Περάκης/ Νικόλαος Κ. Ρόκας, Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου – Αξιόγραφα, 2013, σελ. 277 – βλ. 2651/2013 Εφ. Αθηνών- Τράπεζα νομικών πληροφοριών νόμος (intrasoft international).
[2] Αντωνία Πουλάκου – Ευθυμιάτου – Επιτομή Εμπορικού Δικαίου, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα- Κομοτηνή, 2008, σελ. 65.
[3] Βλ. ΕφΘεσ2051/2010, Τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος
[4] Δημητρίου Στ. Κωστάκη, Franchising, Νομική και Επιχειρηματική Διάσταση, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2002
[5] Ευάγγελος Εμμ. Περάκης/ Νικόλαος Κ. Ρόκας, Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου – Αξιόγραφα, 2013, σελ. 278.
Θωμάς Στεφ. Καλοκύρης