«Νίκαια, την τριακοστή του Αυγούστου εν έτει 1559.
Ήταν μια νύχτα γεμάτη σκιές. Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Σκιές από τους καπνούς της πόλης και τις τιθασευμένες φλόγες, σκιές και από τους ανθρώπους που την κατοικούσαν και τις παρατημένες ζωές τους. Είναι που τη νύχτα τα καταπιεσμένα θέλω και τα παρατημένα όνειρα γίνονται σκιές –αν είσαι τυχερός- ή τέρατα –αν δεν είσαι- από την Κόλαση του Δάντη. Είναι που κι εγώ εκείνη τη νύχτα είχα γίνει μια σκιά –κούφιος- χωρίς αναμνήσεις, χωρίς συνείδηση, μονάχα με μια ανάλαφρη αύρα παραλόγου, που βιώνει μόνο όποιος πέρασε ξυστά από το θάνατο. Ήταν μια νύχτα γεμάτη σκιές.
Πλησίασα στη θάλασσα. Ήταν και η σκοτεινή Μεσόγειος μια σκιά του άλλοτε λαμπρού εαυτού της. Εκείνη είχε βουλιάξει μέσα της μέχρι το στήθος. Αθέατη για εκείνους που δεν έχουν μάτια είχε γδυθεί και είχε αφήσει το νερό να τη ρουφήξει ζητώντας εξιλέωση. Πλησίασα και εγώ, σα σκιά, αθόρυβα- έμοιαζα να είχα βυθιστεί στο πιο αλλόκοτο όνειρο. Εκείνη γύρισε προς το μέρος μου.
«Ελεωνόρ», ψιθύρισα μη ξέροντας τι άλλο να της πω.
Σ’ εκείνη που για μένα ήταν τα πάντα δε κατάφερα να ψελλίσω παρά μονάχα το πραγματικό της όνομα.
«Χίλιες και μία νύχτες», ψιθύρισε πιο πολύ προς τη νύχτα και προς τη θάλασσα.
Τόσο καιρό τη μέρα ζούσα με τη σκέψη της, τη νύχτα της αφηγούμουν παραμύθια. Πώς τόλμησα να πιστέψω ότι θα ζούσα έτσι για πάντα;
«Πέρασαν, Μάριε», συνέχισε εκείνη. «Τη χιλιοστή δεύτερη νύχτα η Σεχραζάτ δεν έχει πια άλλη ιστορία να πει και ο Πέρσης βασιλιάς την αποκεφαλίζει. Έτσι θα ‘πρεπε να τελειώνει η ιστορία σου! Με το θάνατο!», πλέον σχεδόν φώναζε. «Έτσι θα ‘πρεπε να τελειώνει για να μην είναι απλά ένα παραμύθι!»
Ήταν μια νύχτα γεμάτη σκιές. Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Χίλιες και μια νύχτες της έκανα έρωτα. Και τώρα η κλεψύδρα είχε αδειάσει, όπως αδειάζει ο χρόνος τις ζωές μας. Αναζήτησα ένα ρίγος στη φωνή της, ένα τρέμουλο. Ένα ίχνος συγκίνησης φόβου ή ταραχής. Δε βρήκα τίποτα. Η φωνή της ήταν σκληρή και ατάραχη, τα μάτια της ήταν στεγνά και το βλέμμα της καθάριο. Δε φοβόταν, δε στεναχωριόταν, δεν ήταν σοκαρισμένη, ούτε θυμωμένη. Ήταν αποφασισμένη. Είχε συμφιλιωθεί με τις σκιές της.
Ήταν μια νύχτα γεμάτη σκιές. Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Οι σκιές της πόλης είχαν πλέον ξεθωριάσει. Όμως, πάντα οι σκιές των ανθρώπων ήταν εκείνες που με φόβιζαν. Η φωνή εκείνων που δεν είπαμε, τα έργα εκείνων που δεν πράξαμε, οι σκιές του άλλου εαυτού μας – οι σκιές μας.
Πλησίασα κι άλλο. Το δέρμα της σφριγηλό κάτω από το λιγοστό φως της νύχτας ξύπνησε μέσα μου την αίσθηση της παντοδυναμίας.
«Νίκησα το θάνατο!», φώναζα κάθε φορά πριν το αγγίξω.
Όμως, απόψε εχθρός μου δεν ήταν ο θάνατος, αλλά η φθονερή σκιά μου.
Ήταν μια νύχτα γεμάτη σκιές. Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Εκείνη στράφηκε και πάλι προς τη θάλασσα. Έστεκα να τη χαζεύω, σα να αναζητούσα σ’ εκείνη τη στιγμή την ίδια μου την συνειδητότητα, που είχα μόλις απωλέσει. Σαν να μην υπήρχα, εκείνη αδιαφόρησε, μα με τη σιωπή της μ’ έκανε να πιστέψω πως αυτό ήθελε από μένα – την αδιόρατη παρουσία μου στην σιωπηλή μυσταγωγία. Έβγαλε τα χέρια της από το νερό τείνοντάς τα προς τον ουρανό σε μια απελευθερωτική χειρονομία. Γιατί είναι ο ουρανός ο συνηθέστερος αποδέκτης τόσο του μίσους, της απογοήτευσης και της οργής μας, όσο και της χαράς, της ζωντάνιας και της απελευθέρωσης. Είναι λες και ο άνθρωπος ήθελε να γεννηθεί αετός, μα του λάχε αυτό το ανθρώπινο κουβούκλιο και η ζοφερή σκιά του -που τις νύχτες σαν αυτήν δε ξεχωρίζει από το πραγματικό του πρόσωπο.
Ήταν μια νύχτα γεμάτη σκιές. Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Στο δεξί της χέρι κρατούσε σφιχτά ένα μαχαίρι. Κι εκείνη βγήκε κι άλλο στην επιφάνεια και έστεκε περήφανα επιδεικνύοντας τη γυναικεία της φύση στις ανένδοτες σκιές που για να τραφούν ζητάνε συναισθήματα. Το δέρμα της ανέδιδε τον έρωτα, το σώμα της την λαγνεία, η κοιλιά της την τρυφερότητα, τα στήθη της την ηδονή, το πρόσωπό της τη νεότητα, τα μαλλιά της… τα μαλλιά της είχαν αφεθεί ελεύθερα στη νύχτα, μακριά μέχρι τη μέση της, η έξοχη εκείνη τελευταία πινελιά στο πιο πολύτιμο έργο τέχνης. Στο δεξί της χέρι κρατούσε σφιχτά ένα μαχαίρι. Με δεξιότητα το έστριψε μες την παλάμη της σημαδεύοντας την ίδια. Κι εγώ έστεκα αποχαυνωμένος να χαζεύω το λαμπρό εκείνο μυστήριο χωρίς να αντιληφθώ τις γρήγορες κινήσεις της παρά μονάχα την τελευταία στιγμή.
Ήταν μια νύχτα γεμάτη σκιές. Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Στο δεξί της χέρι κρατούσε σφιχτά ένα μαχαίρι. Ένα μαχαίρι σαν όπλο απέναντι σε ό,τι αφέθηκε να αγαπήσει και σ’ ότι τώρα πάλι με μανία μίσησε. Απέναντι σ’ όλα όσα αφέθηκε να απολαύσει για να το πληρώσει τώρα με την βαθύτερη σιωπή της μοναξιάς της. Απέναντι στη λαγνεία, τον πόθο, την γυναικεία της φύση, την αδύναμη, την απροστάτευτη. Απέναντι στο όμορφο, στο ωραίο, στην ηδονή και στην απόλαυση του νου και της σάρκας. Απέναντι στην γαλήνια ζωή, την ειρήνη, την ευτυχία και τον έρωτα. Απέναντι στην αφοσίωση και την αγάπη. Απέναντι στην εμπιστοσύνη. Απέναντι σ΄ όλα αυτά που πίστεψε και τώρα τόσο βαθιά την πρόδωσαν. Κατέβασε το μαχαίρι με την ταχύτητα και την ακρίβεια ενός στυγερού δολοφόνου. Μονάχα τότε κατάλαβα. Μονάχα τότε αντέδρασα. Πετάχτηκα μπροστά και προσπάθησα να συγκρατήσω το χέρι της, καθώς κατέβαινε. Όμως, τότε ήταν αργά».
Ήταν μια νύχτα γεμάτη σκιές. Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Οι σκιές της πόλης είχαν ξεθωριάσει. Ήταν η ώρα εκείνων των ανθρώπων. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό και είδα πως εκείνη είχε πετύχει και πάλι το αδύνατο. Είχε καταφέρει να πετάξει. Τα μαύρα της μακριά μαλλιά είχαν ανέλθει εκεί ψηλά, που άνθρωπος δε φτάνει, παρά μονάχα ο λογισμός του. Είχαν αρχίσει το μακρύ ταξίδι τους στον άνεμο παίρνοντας μαζί τους όλα αυτά που εκείνη δε θέλησε, γιατί τα θεώρησε δυσβάσταχτα για να τα κουβαλήσει. Μερικά σκόνταψαν μες τη Μεσόγειο, έπλευσαν δίπλα στο χέρι μου, μα δίστασα να τα μαζέψω, σα να ‘ταν ιερά κειμήλια- ποιος είμαι εγώ που θα τα βεβηλώσω;
Είχε φθάσει η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Εκείνη γύρισε προς το μέρος μου. Ύψωσε και πάλι το μαχαίρι και αποτελείωσε ότι είχε αρχίσει. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. Ατάραχη, αποφασισμένη. Τα μαλλιά της πλέον δε διέφεραν σε μάκρος από τα δικά μου. Την κοίταξα και εγώ. Στα μάτια μου έμοιαζε το ίδιο όμορφη.
«Καημένη, αγάπη μου,», σκέφτηκα μα σώπασα. «Πιστεύεις, άραγε, στ’ αλήθεια πως έτσι θα καταπνίξεις το υπέροχο;»
Ήταν η χιλιοστή δεύτερη νύχτα. Είχε φθάσει. Κι εκείνη έστεκε μπροστά μου περήφανα έχοντας εκδηλώσει την απόφασή της.
«Οι συμβολισμοί πάντοτε έχουν τεράστια σημασία», δίδασκα σε μιαν άλλη ζωή, σε έναν άλλο κόσμο.
Και τώρα αδυνατούσα να το κάνω πράξη. Εκείνη ότι ζήσαμε ήθελε να το τελειώσει. Έπρεπε να σεβαστώ την απόφασή της. Της έτεινα το χέρι και μου το έδωσε. Το έσφιξα και την κοίταξα στα μάτια.
«Είμαι μαζί σου», θέλησα να της πω, μα δε χρειάστηκε.
Εκείνη κατάλαβε. Χαμογέλασε αχνά και κούνησε το κεφάλι με ευγνωμοσύνη για την κατανόηση.
Στη χιλιοστή δεύτερη νύχτα, άλλο παραμύθι δεν είχα να της πω. Κι εκείνη με απαρνήθηκε γυρνώντας στον κόσμο τον δικό της, όπου ο έρωτας δεν ήταν παρά ένα ακόμη παραμύθι, που δεν ήθελε να ξανακούσει. Ένα παραμύθι με τέλος άδοξο. Κι εγώ απλώς έστεκα ακίνητος περιτριγυρισμένος μέσα στη θάλασσα από τα μαύρα της μαλλιά, που τα νόμιζα χρυσά μέσα στα κύματα των σκιών και παραισθήσεων της σκοτεινής εκείνης νύχτας. Η Σεχραζάτ είχε σωπάσει. Δεν άκουγες τώρα πια παρά μόνο το θρόισμα από τη σκιά της. Κι εγώ που άλλη ζωή δεν είχα, την έβλεπα να χάνεται στη θάλασσα, να γλιστρά από τα χέρια μου- σα σκιά- όσο εγώ στεκόμουν και βούλιαζα στης σιωπής μου την παραίτηση.
Στη χιλιοστή δεύτερη νύχτα, άλλο παραμύθι να ειπωθεί δεν έμεινε».
“Η Ιστορία των Σκιών”
Θωμάς Καλοκύρης