Το Ειρηνοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 942/2022 Απόφαση του, επί υποθέσεως που χειρίστηκε επιτυχώς το γραφείο μας, ακύρωσε την Διαταγή Πληρωμής με την οποία επιτάχθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν το ποσό των 16.250,44 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων για απαίτηση που απορρέει από σύμβαση καταναλωτικού δανείου σταματώντας έτσι τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.
Οι ανακόπτοντες προέβαλαν, μεταξύ άλλων, την καταχρηστικότητα ΓΟΣ τραπεζικής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο προβλέπεται ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας των δικαστηρίων στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα της τράπεζας.
Το Δικαστήριο, με βάση τα προσκομιζόμενα έγγραφα και όσα πρότειναν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, έκρινε ότι με τον ανωτέρω όρο, ο οποίος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, δημιουργήθηκε σημαντική ανισορροπία σε βάρος των ανακοπτόντων ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων.
Έκρινε λοιπόν ότι πρέπει να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής και καταδίκασε την καθ’ ης στη δικαστική δαπάνη των ανακοπτόντων, την οποία όρισε στο ποσό των 250 ευρώ.
Ακολουθεί το σώμα της αριθ. 942/2022 οριστικής Απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Αριθμός απόφασης
942/2022
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη ……………………………, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα ………………….
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 25η Μαΐου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1)……………………………….. του ………………….. και 2)…………………………………. του…………………., κατοίκων αμφοτέρων Βέροιας Ημαθίας, οδός ……………………. αρ. …………………, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου ………………………………..
ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<……………………………………………….>>, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία <<…………………………………………….>> με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, η οποία κατέστη καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία <<……………………………………>>, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου ……………………………………..
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 8-12-2021 ανακοπή τους (αρ. έκθεσης κατάθεσης 84151/1776/2021), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι ανακόπτοντες με την κρινόμενη ανακοπή τους και για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρει σε αυτήν, ζητεί την ακύρωση της υπ’αριθμ. 12444/2021 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ης το ποσό των 16.250,44 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων καθώς και της από 16-11-2021 επιταγής προς πληρωμή που τους κοινοποιήθηκε από την καθ’ης, ευρισκόμενης κάτωθι αντιγράφου Α’ εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ης στη δικαστική τους δαπάνη.
Η ένδικη ανακοπή, κατά το μέρος της με το οποίο ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αποτελεί ανακοπή στηριζόμενη στο άρθρο 632 ΚΠολΔ, κατά το μέρος δε με το οποίο ζητείται η ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή, αποτελεί ανακοπή κατά της εκτέλεσης, στηριζόμενη στο άρθρο 933 ΚΠολΔ. Οι δύο ανακοπές παραδεκτά σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο, καυ’αρθρ. 632 παρ. 6 ΚΠολΔ(όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το Άρθρο τέταρτο του Άρθρου 1 του ν. 4335/23-7-2015) και με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτώς και αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 632 παρ.1 και 6,933 παρ.3, 584 και 42-44 ΚΠολΔ), κατά τις διατάξεις των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ.2, 937 παρ. 3 και 614 επ. ΚΠολΔ). Η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα: α) η μεν πρώτη του άρθρου 632 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στους καθ’ων η ανακοπή στις 9-12-2021, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. 8129Ε/9-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……………………. ενώ η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες στις 23-11-2021, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ. 4209 και 4210/23-11-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης ………………………………………. και β) η δεύτερη του άρθρου 933 ΚΠολΔ λόγω μη παρόδου της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ., Επομένως, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να εξεταστεί περαιτέρω κατά τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Από το σύνολο των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων εγγράφων, δημοσίων και ιδιωτικών, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη για άμεση απόδειξη και άλλα για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως(άρθρα 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν πλήρως τα κάτωθι: Η καθ’ης η ανακοπή εταιρεία επέδωσε στους ανακόπτοντες αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό 12444/2021 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 16,250,44 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση την από 1.9.2014 σύμβαση για χορήγηση καταναλωτικού δανείου, που υπεγράφη μεταξύ της αρχικής δανείστριας -ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία<<……………………..>> και των καθ’ων, τις από 19.10.2015 και 8.3.2017 πρόσθετες πράξεις. Λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών των ανακόπτοντων, η επίδικος σύμβαση καταγγέλθηκε με εξώδικη δήλωση – καταγγελία της καθ’ης. που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες και οι τελευταίοι κλήθηκαν να καταβάλουν το σύνολο της οφειλής, δηλαδή το ως την ημερομηνία εκείνη ληξιπρόθεσμο ποσό, πλέον τόκων και εξόδων. Περαιτέρω, ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα του Ειρηνοδίκη επί αιτήσεως εκδόσεως διαταγών πληρωμής εφαρμόζονται τα άρθρα 22, 23, 25 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ως προς την συντρέχουσα ειδική δωσιδικία της συμβάσεως (άρθρο 33 ΚΠολΔ) σημειώνεται ότι οι διαφορές από τα δικαιώματα εκ δικαιοπραξίας μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίοι ευρίσκεται ο τόπος καταρτίσεως της δικαιοπραξίας ή ο τόπος όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 43 ΚΠολΔ, η συμφωνία των διαδίκων, με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, απ’ την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Πλην όμως, η ρήτρα περιεχόμενη σε ΓΟΣ τράπεζας, η οποία έχει ως αντικείμενο την απονομή αρμοδιότητας για όλες τις διαφορές, που θα προκύψουν από τη σύμβαση δανείου, που συνάπτει η τράπεζα με τον πελάτη της, στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της τράπεζας, επιβάλλεισ τον πελάτη-καταναλωτή την υποχρέωση να υπαχθεί στην αρμοδιότητα δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι απομακρυσμένο από τον τόπο κατοικίας του. Τούτο, μπορεί να καταστήσει δυσχερή την παράσταση του πελάτη ενώπιον του Δικαστηρίου, τελικώς, να τον αποθαρρύνουν και να τον οδηγήσουν σε παραίτηση από την υπεράσπισή του, ιδίως επί διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά και πελάτες που κατοικούν σε απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα της τράπεζας και τους οποίους (πελάτες) πρέπει, κυρίως, να έχει υπόψη του το Δικαστήριο, αφού οι πελάτες της κατηγορίας αυτής είναι εκείνοι που επηρεάζονται δυσμενώς από μία τέτοια ρήτρα, δεδομένου ότι τα έξοδα που απαιτούνται μπορούν να τον οδηγήσουν στην ανωτέρω παραίτηση της υπεράσπισής του. Αντιθέτως, τέτοια ρήτρα επιτρέπει στον χρήστη των ΓΟΣ (τράπεζα) να συγκεντρώνει κατά τρόπο λιγότερο δαπανηρό το σύνολο των διαφορών που αφορούν τη δραστηριότητά του στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα του ή ακόμη του δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει εντελώς αυθαίρετα το δικαστήριο, το οποίο προσιδιάζει στα συμφέροντά του, επειδή λόγου χάρη του δίνει πλεονέκτημα ως προς τον προσδιορισμό της δικασίμου, πλην όμως το δικαστήριο αυτό, δεν συνδέεται με κανένα τρόπο με την υπό κρίση διαφορά. Μία τέτοια ρήτρα παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, που περιλαμβάνεται σε σύμβαση τράπεζας και πελάτη της χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 42 ΚΠολΔ και η οποία απονέμει αρμοδιότητα σε ορισμένα δικαστήρια, τα οποία εξυπηρετούν αποκλειστικά τα συμφέρονται της τράπεζας θεωρείται καταχρηστική και συνεπώς άκυρη κατά το άρθρο 2 παρ. 5 ν. 2251/1994, εφόσον, χωρίς ν’ ανταποκρίνεται σε εύλογο συμφέρον του προμηθευτή, δημιουργεί, παρά της αρχές της καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων(ΑΠ 1219/2001 Νόμος, ΑΠ 1030/01, ΕφΔ 109/2007, Νόμος, ΕφΠατ 501/2004, ΑχΝομ 2005.397, ΕφΠειρ 931/1996 ΕΕμπΔ 1997. (51), ΕφΘ 1687/2011, ΕΕμπΔ 2011. 1104, ΕΕμπΔ 2012/389, ΜΠρΘ 8007/2001, Αρμ 2002. 747 και ΕιρΠειρ 961/2013, Νόμος). Το παρόν Δικαστήριο, κρίνει ότι η παραπάνω ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή συντελείται και στη συνομολόγηση ρήτρας συντρέχουσας αρμοδιότητας περισσότερων του ενός δικαστηρίων, καθώς και πάλι η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης, αλλά τυχόν άρνηση του καταναλωτή να τη συνομολογήσει, ματαιώνει τη σύναψη της σύμβασης. Εξάλλου, και στην περίπτωση αυτή, διαταράσσεται κατά τον ίδιο τρόπο η ισορροπία των μερών, καθότι ο προμηθευτής (τράπεζα) επιλέγει, κατά τρόπο αυθαίρετο και στην ουσία καταστρατηγώντας τις διατάξεις για τον φυσικό δικαστή, το δικαστήριο, το οποίο αρμόζει στα συμφέροντα του και εξυπηρετεί απόλυτα τις ανάγκες του.
Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες με τον πέμπτο λόγο ανακοπής επικαλούνται την καταχρηστικότητα ορισμένων όρων της σύμβασης, μεταξύ των οποίων και της ρήτρας παρέκτασης της αρμοδιότητας, με την οποία ορίζεται ότι κάθε διαφορά των συμβαλλομένων υπάγεται στη δωσιδικία και των Δικαστηρίων της Αθήνας, ρήτρα που εκτιμάται από τους ανακόπτοντες ως καταχρηστική. Ο ως άνω λόγος είναι νόμιμος, ερειδόμενος στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 και στις λοιπές διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και κατά την ουσιαστική του βασιμότητα. Από το σύνολο του ως άνω προσκομιζόμενου αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. 10.12 της επιδίκου συμβάσεως κατέστη αρμόδιο κατά τόπον το παρόν Δικαστήριο για κάθε διαφορά που θα προκύψει από τη σύμβαση αυτή. Πλην όμως, με τον όρο αυτό, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 42 ΚΠολΔ, δημιουργείται σημαντική ανισορροπία σε βάρος των ανακόπτοντων μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Και τούτο, διότι αφενός μεν οι ανακόπτοντες είναι μόνιμοι κάτοικοι Βέροιας Ημαθίας, ήτοι σε εμφανώς απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα του παρόντος Δικαστηρίου και, συνεπώς, η δυσχέρεια που αντιμετωπίζουν στο να παραστούν στο Δικαστήριο αυτό είναι αυτονόητη και δεδομένη, δυνάμενη να τους αποθαρρύνει και να τους οδηγήσει ακόμα και σε παραίτηση από την υπεράσπισή τους, σε συνδυασμό και με τα έξοδα μετακίνησης που απαιτούνται από το ένα τόπο στον άλλο. Αφετέρου δε , η επιλογή της καθ’ης τράπεζα να επιλέξει το Δικαστήριο των Αθηνών, ήτοι της έδρας της, και να αποκλείσει το Δικαστήριο της κατοικίας των ανακόπτοντων, του τόπου κατάρτισης της σύμβασης(όπως προκύπτει από τη σύμβαση) και του τόπου εκπλήρωσης της παροχής- ο οποίος, με βάση τις περιστάσεις και τη φύση της ενοχικής σχέσης (ΑΚ 320), συνάγεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι είναι επίσης η Βέροια, εφόσον οι κάτοχοι των πιστωτικών προϊόντων εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις σε υποκαταστήματα της τράπεζας του τόπου κατοικίας τους και προφανώς δε μεταβαίνουν στην έδρα του κεντρικού καταστήματος της πιστούχου τράπεζας – είναι επιλογή αυθαίρετη, εφόσον γίνεται χωρίς να υφίσταται κάποιο εύλογο προς τούτο συμφέρον της, δεδομένου ότι η οργάνωση της νομικής υποστήριξης της καθής δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί δυσχερής, λαμβανομένου υπόψη κυρίως του οικονομικού μεγέθους της καθ’ης και τη δυνατότητά της να έχει αξιόλογη νομική παράσταση σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας που διατηρεί υποκαταστήματα, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Συνεπώς, ο σχετικός όρος με βάση τον οποίο καθίσταται αρμόδιος ο Δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου για να εκδώσει την επίδικο διαταγή πληρωμής, και ο οποίος χωρίς τον σχετικό όρο δεν θα είχε τέτοια αρμοδιότητα, σύμφωνα με τα προειρημένα, δημιουργεί σημαντική ανισορροπία σε βάρος του ανακόπτοντος και αντίκειται στην παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Συνεπώς, κατ’ακολουθία των ανωτέρω ο σχετικός λόγος πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος-και, επομένως, καθίσταται περιττή η εξέταση των λοιπών λόγων-και η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, των ανακόπτοντων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, που υποβλήθηκε με την κρινόμενη ανακοπή τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ης (‘αρθρα 176 και 191παρ.2 ΚΠολΔ)κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει την υπ’αριθμ. 12444/2021 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών.
Καταδικάζει την καθ’ης να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των ανακόπτοντων τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 ΟΚΤ. 2022
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(ΥΠΟΓΡΑΦΗ) (ΥΠΟΓΡΑΦΗ)
Θωμάς Στεφ. Καλοκύρης
Δικηγόρος ΜΔΕ