«Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2015,
Η ζωή και ο θάνατος, οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αντίρροπες δυνάμεις, που πραγματώνουν από κοινού την πολυπόθητη ισορροπία. Μόνο ένας αφελής θα επέλεγε την αιωνιότητα αντί για την στιγμή, την αιώνια επανάληψη του εαυτού του αντί για τη μοναδικότητα. Ο θάνατος και η ζωή. Το ίδιο πρόσωπο, μισό να αγγίζει στο φως και μισό να βυθίζεται στο σκοτάδι. Η ζωή και ο θάνατος. Αυτόν που προσεγγίζει τον θάνατο δε πρέπει να τον οικτίρουν οι άνθρωποι. Ο οίκτος, το έλεος είναι ποταπές εκφάνσεις του μεγαλείου των μεταιχμίων. Το μεταίχμιο μεταξύ της αρχής και του τέλους. Το μεταίχμιο μεταξύ του τέλους και της αρχής. Το μεταίχμιο μεταξύ της τελευταίας ανάσας και της σιωπής. Το μεταίχμιο μεταξύ των ονείρων και του τίποτα. Το μεταίχμιο μεταξύ του φωτός και των σκιών. Το μεταίχμιο μεταξύ της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Το μεταίχμιο μεταξύ της ζωής και του θανάτου.
Τέτοιες ώρες νιώθω πως επιθυμώ να βρεθώ κοντά στο θάνατο για να γευτώ τη ζωή. Τέτοιες ώρες νιώθω πως ο θάνατος θα είναι η πιο μεγάλη μου εμπειρία, η τελευταία μου στάση. Ο θάνατος εμπνέει ζωή και η ζωή υποτάσσεται στις εντολές του. Πόσες φορές δε βρεθήκαμε στο θάνατο αντίκρυ κι αντί να φοβηθούμε νιώσαμε πιο ζωντανοί από ποτέ; Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου μας έκανε μονάχα να κλαίμε ή και να θέλουμε να ουρλιάξουμε πως είμαστε εδώ, πιο ζωντανοί από ποτέ; Σηκώνομαι από το κρεβάτι βαρύς με αυτές τις σκέψεις. Μούσκεμα στον ιδρώτα από τους εφιάλτες σέρνομαι έως τον υπολογιστή μου και ανοίγω το παράθυρο. Βάζω μουσική. Διαλέγω ένα κομμάτι, το βάζω τέρμα και σηκώνομαι. Στο μεταίχμιο της πραγματικής ζωής και του συνειδησιακού θανάτου αρχίζω και χορεύω. Ας ξυπνήσει η γειτονιά, θα με ευχαριστεί το πρωί για αυτήν την απρόοπτη διακοπή του αργού θανάτου της ρουτίνας. Οι εφιάλτες του θανάτου πάντοτε μ’ έκαναν να θέλω να χορέψω.
Η ζωή και ο θάνατος, δυο σκιές της ίδιας οντότητας. Καθώς ο ήλιος δύει η σκιά μικραίνει, η αλήθεια φανερώνεται. Να παρακαλάς ο ήλιος να μη δύσει ποτέ, αφελή! Για να μη σε βγάλει από την άγνοια. Το χέρι μου τρέμει. 4.30 τα ξημερώματα αποτυπώνω σε χαρτί τους εφιάλτες μου. Κοιμήθηκα πιωμένος. Τώρα ξυπνάω και συνεχίζω να πίνω. Με κυνηγάνε οι σκιές. Με κυνηγάνε οι πεθαμένοι. Όχι μόνο οι δικοί μου, αλλά όλοι εκείνοι που ξεχάστηκαν. Σκοτεινές ιστορίες που δεν αποτυπώθηκαν ποτέ στο χαρτί, οι ψυχές σκοτεινών ηρώων εισχωρούν στο δωμάτιο μου από τις χαραμάδες της πόρτας και εισβάλλουν απρόσκλητες στα όνειρά μου.
«Γράψε για εμάς», μου φωνάζουν. «Η λησμονιά είναι ο πραγματικός θάνατος».
Άυπνος γράφω για να τελειώσω και οι σκιές να γίνουν φως και εγώ ο εαυτός μου. Αυτή είναι, άραγε, η κατάρα του συγγραφέα;
«Από πότε έγινες συγγραφέας, μικρέ;», ακούω τις σκιές να με χλευάζουν. «Κανείς δε σ’ έχει αναγνωρίσει, κανείς δε σ’ έχει διαβάσει, ούτε καν έχεις γράψει ποτέ σου ένα βιβλίο! Τα φαντάσματα σε κάναν τάχα συγγραφέα;»
Ακούω τις σκιές και γράφω την ιστορία τους. Ποια είναι η σκιά και ποιο το φως; Ποια η αλήθεια και ποια η φαντασία; Μια σκέψη με παγώνει, με μουδιάζει πιότερο από όλες. Όχι η λησμονιά, ούτε ο θάνατος. Η σκέψη πως αρχίζω να τρελαίνομαι…»
Εκείνο το πρωί ένας δυνατός βαρδάρης φυσούσε από το ανοιχτό παράθυρο. Η ανοιχτή πόρτα έσκαγε με θόρυβο κάθε λίγο στον τοίχο από το έντονο ρεύμα του διαμπερές σπιτιού. Ο άνδρας είχε αποκοιμηθεί στην άβολη καρέκλα, εξαντλημένος, ακίνητος, βουβός σα πεθαμένος. Τα φύλλα μπροστά του έκαναν στοίβα, σηκώνονταν στον αέρα και ένα- ένα τα απορροφούσε στη δίνη της η παγωμένη ανατολή. Με το τελευταίο δυνατό φύσημα σηκώθηκε και το τελευταίο φύλλο και κόλλησε αρχικά πάνω στα μαλλιά του, πριν το παρασύρει τελικά ο άνεμος για το τελευταίο του ταξίδι. Ύστερα, το φύλλο απογειώθηκε σ’ ένα χορό των λέξεων και των σκέψεων, που γιορτάζουν τη ζωή με πάθος, έστω κι αν δεν έχουν τα ίδια ζωή. Τα φύλλα σκορπίστηκαν στους δρόμους και στις στέγες, με αυτό το τελευταίο να επιμένει, να ξεφεύγει από την προδιαγεγραμμένη του πορεία και να ανεβαίνει πιο ψηλά έως το τείχος των Πύργων. Εκεί επέλεξε να γίνει η τελευταία του στάση, ο βωμός του μεγαλείου των μεταιχμίων εκείνος να’ ναι. Σκάλωσε σε μια σχισμή με τόση ορμή, ώστε ο άνεμος δε κατάφερε να το ξανά αποκολλήσει και γρήγορα τα παράτησε βλασφημώντας. Έβρεχε ασταμάτητα τις επόμενες μέρες και ύστερα για μέρες είχε ήλιο. Το μελάνι κυλούσε αδιάκοπα από το φύλλο σαν τα δάκρυα του αποχαιρετισμού και το μεγαλύτερο μέρος του αποκολλήθηκε και έγινε ένα με το υγρό χώμα.
Ύστερα από βδομάδες, αυτός που θα έκανε βόλτα στον Πύργο, αν είχε βλέμμα καθαρό και φιλοπερίεργο πνεύμα θα πρόσεχε σε μια σχισμή ένα μικρό απόκομμα μιας βρεγμένης σελίδας. Κι αν αυτός ο κάποιος δεν είχε το νου του φορτωμένο με τα «σπουδαία» προβλήματα της καθημερινότητας, με τα προβλήματα της δουλειάς του και της οικογένειάς του, με τα χρήματα και το παλιό του αμάξι, που στεναχωριέται που δε μπορεί να πάρει άλλο, ή εάν αυτός ο κάποιος είχε απωλέσει για λίγο τους αγχωτικούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, όπου όποιος στέκεται για να σκεφτεί και να θαυμάσει απλά μένει πίσω, τότε- ίσως- θα είχε πλησιάσει και θα είχε τραβήξει το φύλλο από τη σχισμή με προσοχή, σαν να πρόκειται για εύθραυστο κρυμμένο- μόνο για εκείνον- θησαυρό. Τότε- και μόνο τότε- θα διάβαζε μονάχα:
«Οι εφιάλτες του θανάτου πάντοτε μ’ έκαναν να θέλω να χορέψω».
Από “Ιστορία των Σκιών”
Θωμάς Καλοκύρης