Ακολουθεί η από 24 Αυγούστου 2018 και υπ’ αριθ. 123/2018 Απόφαση του Ειρηνοδικείου Γιαννιτσών (δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), η οποία διέταξε «κόυρεμα» ύψους 100% οφειλών προερχόμενων από δάνεια εξαιρώντας από την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων των δανειοληπτών.
Συγκεκριμένα, όρισε μηδενικές καταβολές, έναντι οφειλών 74.000,00 και 72.000,00 ευρώ περίπου εκάστου των αιτούντων, κρίνοντας ότι η υποχρέωση καταβολής μηνιαίων δόσεων θα οδηγούσε σε εξαθλίωση τους, γεγονός το οποίο θα παραβίαζε τη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα.
Συνεπώς, το συνολικό «κούρεμα» ανήλθε στο ποσό των 74.000,00 και 72.000,00 ευρώ για έκαστο των αιτούντων καταλαμβάνοντας το 100 % των δανείων.
Ακολουθεί το κείμενο της Απόφασης (επεξεργασμένη μόνο ως προς τη διαγραφή των ονομάτων των διαδίκων, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ):
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ (Ν. 3869/2010) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Ειρηνοδίκη Γιαννιτσών Λάζαρο Καψάλη, που ορίσθηκε με πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, με τη σύμπραξη της Γραμματέως Πασχαλίνας Παπαδοπούλου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 11η Μαΐου 2018, για να δικάσει την με αριθμό πρωτοκόλλου ..................... αίτηση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) ....................., με .................... και ΑΦΜ ........................ και 2) .........και της ................, με ΑΔΤ .............. και ΑΦΜ ..............., αμφοτέρων κατοίκων ............, οι οποίοι στο Δικαστήριο παραστάθηκαν ο πρώτος μετά και η δεύτερη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Θωμά Καλοκύρη. ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρ.5 του Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ): 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «..........................», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού .............. αριθμ. ...... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο 2) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «..................», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ................ αριθμ. .......και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο Δικαστήριο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, .......3) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «................», που εδρεύει στην Αθήνα επί της Λεωφόρου ................. αριθμ. ............... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, η οποία δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 4) Του Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, ...... Οι αιτούντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 18-4-2017 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό πρωτοκόλλου ..../19-4-2017, προσδιορίστηκε αρχικά στη δικάσιμο της 16-3-2018 και έπειτα από αναβολή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις υπ’ αριθμούς ....../24-4-2017 και ......./24-4-2017 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .............................., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 16-3-2018 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη και τρίτη των καθ’ ων η αίτηση πιστωτών αντίστοιχα. Στη δικάσιμο αυτή, αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης και ορίστηκε, με σημείωση στο πινάκιο, νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Κατά την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 226 ΚΠολΔ, στην τακτική διαδικασία και σε όσες ειδικές διαδικασίες τηρείται πινάκιο, αν παρίστανται αμφότεροι οι διάδικοι ή όταν παρίσταται ένας από αυτούς και ζητά αναβολή, ενώ ο αντίδικος του απουσιάζει, μολονότι κλητεύθηκε νόμιμα, η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο θεωρείται ως πλασματική κλήτευση (βλ. Α.Π 653/1992 ΕλλΔνη 1994, 89-90). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου στη παρούσα δικάσιμο οι ανωτέρω των πιστωτών δεν παρουσιάστηκαν και συνεπώς, εφόσον θεωρείται ότι έχουν κληθεί, πρέπει να δικαστούν σαν να ήταν παρόντες (άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 591 και 741 του ιδίου κώδικα). Από την γενική αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται στο άρθρ. 4 παρ. 1 Συντ., αντλούνται τρία διακριτά κανονιστικά προτάγματα: α) η αξίωση για ισονομία, δηλαδή η ίση εφαρμογή των Νόμων σε όλους, β) η αξίωση για ρύθμιση γενική και αφηρημένη και γ) η αξίωση για ίση μεταχείριση όλων των όμοιων περιπτώσεων από το Νομοθέτη. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας δεσμεύει και τον ίδιο το Νομοθέτη, η μη συμμόρφωση του οποίου ελέγχεται δικαστικά, καθώς με το άρθρ. 4 παρ. 1 Συντ. θεμελιώνεται όχι μόνον η ισότητα των πολιτών απέναντι στο Νόμο, αλλά και η ισότητα του Νόμου απέναντι στους πολίτες. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων, και όχι έλεγχος των κατ` αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, δεν εξετάζεται η σκοπιμότητα θέσπισης μιας διάταξης Νόμου, αλλά εξετάζεται από τα Δικαστήρια, αυστηρώς και μόνον, η παραβίαση των ορίων που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν την έκδηλη άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεόμενου με αξιολογικά κριτήρια (βλ. Κοφίνης στο Συλλογικό Έργο «Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία», εκδ. Σάκκουλα, 2017, σελ. 54-55 και Χρυσόγονος «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σελ. 117-118 και 120). Περαιτέρω, δημόσια βάρη είναι οι άνευ ειδικού ανταλλάγματος χρηματικές παροχές των ιδιωτών προς το Κράτος. Από την διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 5 Συντ. συνάγεται ότι οι φορολογικοί νόμοι δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένους πολίτες ή κατηγορίες πολιτών. Η αρχή της φορολογικής ισότητας, που καθιερώνεται στο αμέσως ανωτέρω άρθρο, επιβάλλει την όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες οικονομικές συνθήκες (οριζόντια φορολογική ισότητα) και την ανόμοια μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες (κάθετη φορολογική ισότητα), έτσι ώστε να μην είναι συνταγματικά ανεκτή ούτε η άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων ούτε η ίση μεταχείριση ανόμοιων (βλ. Γκέρτσος στο Συλλογικό Έργο «Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία», εκδ. Σάκκουλα, 2017, σελ. 1210 και Φινοκαλιώτης «Φορολογικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 1999, σελ. 140). Η ίδια ως άνω διάταξη προσδιορίζει τι μπορεί, αλλά και τι πρέπει να αποτελεί κριτήριο διαφορετικής μεταχείρισης και τούτο είναι οι δυνάμεις, δηλαδή οι οικονομικές δυνατότητες του πολίτη. Στο κριτήριο αυτό θα μπορούσαν να προστεθούν και ορισμένα άλλα, που ρητά και με σαφήνεια προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα, όπως η προστασία της οικογένειας, των αναπήρων, πασχόντων και απόρων και η φροντίδα για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από όσους την στερούνται (άρθρ. 21 Συντ.), καθώς και η προαγωγή της οικονομίας ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών (άρθρ. 106 παρ. 1 Συντ.). Ειδικότερα, μάλιστα, από την υποχρέωση του Κράτους για περίθαλψη των απόρων μπορεί να συναχθεί έμμεσα επιχείρημα υπέρ της φοροαπαλλαγής ενός ελάχιστου ορίου συντήρησης. Εξάλλου, ο συνταγματικός Νομοθέτης, συμπληρώνοντας την ανωτέρω αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη, ορίζει στην διάταξη του άρθρ. 78 παρ. 1 Συντ. τα στοιχεία από τα οποία, και μόνον, μπορεί να τεκμαρθεί φοροδοτική ικανότητα (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες και συναλλαγές, βλ. Κοφίνης ό.π., σελ. 66, Γκέρτσος ό.π. σελ. 1210 και Φινοκαλιώτης- Μπάρμπας «Δημόσια Οικονομικά Φόροι-Δημόσια Δάνεια», εκδ. Σάκκουλα, 2001, σελ. 64- 65). Ωστόσο, άλλα κριτήρια, εκτός από αυτά, δεν μπορούν να αποτελέσουν θεμιτό λόγο διαφορετικής μεταχείρισης, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η διάταξη της παρ. 5 του άρθρ. 4 Συντ. θα έχανε, μέσω της ερμηνείας της, το ιδιαίτερο κανονιστικό της περιεχόμενο. Συνεπώς, οι φορολογικές απαλλαγές, έστω κι αν κρίνονται θεμιτές, δεν παύουν να συνιστούν εξαίρεση από τον κανόνα της ισότητας στα δημόσια βάρη και, συνεπώς, οφείλουν να ερμηνεύονται στενά, καθώς μόνο συγκεκριμένη ρητή συνταγματική πρόβλεψη θα μπορούσε να τις δικαιολογήσει (βλ. Χρυσόγονος ό.π., σελ. 142-144). Εξάλλου, το ποσό των μηνιαίων δόσεων δανειολήπτη έναντι τραπεζικής εταιρείας προς εξυπηρέτηση δανειακών του υποχρεώσεων δεν προαφαιρείται από το εισόδημά του, αλλά, απλώς, συνεκτιμάται ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη και ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του και των συνθηκών διαβίωσής του (βλ., ενδεικτικά, ΜΠρΑθ 3272/2016 αδημ.). Προς τούτο, δηλώνεται ετησίως στο Ε-1 που υποβάλλει κάθε φορολογούμενος, και δη στους κωδικούς 727-728 (δαπάνη για την τοκοχρεωλυτική απόσβεση δανείων οποιοσδήποτε μορφής) του Πίνακα 5 παρ. 2 (Προσδιορισμός Ετήσιας Αντικειμενικής Δαπάνης). Με την παρ. 2 του άρθρ. 1 Ν.3869/2010, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν.4336/2015, στο πεδίο εφαρμογής του Ν.3869/2010 περιλαμβάνονται και οι βεβαιωμένες οφειλές στην Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον Τελωνειακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, αρκεί οι οφειλές αυτές να συντρέχουν με οφειλές προς ιδιώτες πιστωτές, δηλαδή, κατά κύριο λόγο, με οφειλές προς τράπεζες. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρ. 11 Ν.3869/2010, εφόσον ο οφειλέτης καταβάλλει το σύνολο των δόσεων που ορίζονται στο πλαίσιο των παρ. 2 του άρθρ. 8 και παρ. 2 του άρθρ. 9 Ν.3869/2010, θα απαλλαγεί από το υπόλοιπο των οφειλών του, ανεξαρτήτως του ύψους τους, διασώζοντας τόσο το ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία του, όσο και λοιπά περιουσιακά του στοιχεία, η εκποίηση των οποίων δεν κρίθηκε απαραίτητη από το αρμόδιο Δικαστήριο (λ.χ. αυτοκίνητα, δυσχερώς ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, όπως ποσοστά επί αγροτεμαχιών κλπ). Ωστόσο, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρ. 1 Ν.3869/2010, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, είναι προδήλως αντισυνταγματική, καθώς εισάγει ως προϋπόθεση για την απαλλαγή του πολίτη από φόρους τους οποίους υποχρεούται να καταβάλλει, την ιδιότητα του αιτούντος την απαλλαγή από τον φόρο ως οφειλέτη προς ιδιώτη πιστωτή και, πιο συγκεκριμένα, ως οφειλέτη έναντι τραπεζικής εταιρείας. Το κριτήριο αυτό δεν είναι συνταγματικώς ανεκτό, καθώς δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτά που μπορούν να αποτελέσουν λόγο διαφορετικής φορολογικής μεταχείρισης. Επιπλέον, η με τον οριζόμενο στο Ν.3869/2010 απαλλαγή του αιτούντος από τις φορολογικές του υποχρεώσεις δεν γίνεται στην βάση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, αλλά εντελώς αυθαίρετων. Τέλος, η διάταξη αυτή αντίκειται στην αρχή της ισότητος του φόρου, καθώς δεν επιβάλλει ενιαία φορολογική μεταχείριση σε πολίτες οι οποίοι βρίσκονται στην αυτή προσωπική, οικογενειακή και εισοδηματική κατάσταση, αλλά θέτει αδικαιολόγητα όσους υπάγονται στην ανωτέρω διάταξη σε οικονομική κατάσταση ευνοϊκότερη από αυτήν των άλλων φορολογουμένων (βλ. ΕιρΑθ 1588/2016 αδημ, ΕιρΠατρ 915/2017, ΕιρΠειρ 120/2017, 20/2017ΕιρΠυργΚρητ, 40/2018 ΕιρΠατρ NOMOS). Πιο συγκεκριμένα, ο αιτών την υπαγωγή του στο Ν.3869/2010 θα δύναται να απαλλαγεί ακόμα και σχεδόν από το σύνολο του αναλογούντος σε αυτόν φόρου, σε αντίθεση με τον πολίτη που βρίσκεται σε όμοια εισοδηματική, περιουσιακή και οικογενειακή κατάσταση με τον αιτούντα την υπαγωγή στο Ν.3869/2010, πλην όμως δεν οφείλει χρηματικά ποσά εκ δανείων που τυχόν συνήψε με τραπεζικές εταιρείες και ο οποίος θα κληθεί να καταβάλλει το συνολικό ποσό του αναλογούντος σε αυτόν φόρου με τις τυχόν προασαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τον επιβαρύνουν. Επιχείρημα υπέρ της συνταγματικότητας της ανωτέρω διάταξης δεν δύναται να εξαχθεί από το άρθρ. 102 ΠτωχΚ, κατά το οποίο το Δημόσιο μπορεί να συναινεί σε μείωση των απαιτήσεών του κατά του οφειλέτη με τους ίδιους όρους που θα μείωνε τις απαιτήσεις του υπό τις αυτές συνθήκες και ιδιώτης δανειστής (και, πλέον, μετά την τροποποίησή του με το άρθρ. 6 παρ. 4 Ν.4446/2016, να συναινεί στη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης, υπογράφοντας τη συμφωνία με τους ίδιους όρους που θα συναινούσε υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης πιστωτής), καθώς: α) στην πτώχευση εμπόρου εκποιείται το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων, της κύριας κατοικίας του συμπεριλαμβανομένης (βλ. άρθρ. 16 παρ. 1 ΠτωχΚ), στην δε διαδικασία εξυγίανσης δεν υφίσταται πρόβλεψη αντίστοιχη της παρ. 2 του άρθρ. 9 Ν.3869/2010 και β) η ανωτέρω αναφερόμενη συναίνεση του Δημοσίου δεν είναι απότοκος δικαστικής απόφασης αμέσως εκτελεστής, αλλά εναπόκειται στην διακριτική του ευχέρεια, το δε Δημόσιο, προκειμένου να συναινέσει, λαμβάνει υπόψη την εισοδηματική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη του, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στις διαδικασίες του Ν.3869/2010, και δη όταν η υπόθεση έχει εισαχθεί στο ακροατήριο προς συζήτηση, μετά την αποτυχία του προδικαστικού συμβιβασμού. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη του ΠτωχΚ θεσπίστηκε, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Ν.3588/2007, προκειμένου να είναι ευχερής η αποτελεσματικότερη σύναψη συμφωνίας, δηλαδή πρόκειται για διάταξη που θεσπίστηκε με γνώμονα και την δραστικότερη προάσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Αντιθέτως, ο Ν.4336/2015, ο οποίος επέφερε την ανωτέρω τροποποίηση στο άρθρ. 1 παρ. 2 Ν.3869/2010, δεν συνοδεύεται από Αιτιολογική Έκθεση. Με την κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά, οι αιτούντες επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, ζητούν να επικυρωθεί το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών τους ή όπως τροποποιηθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του Ν.3869/10, με τη συγκατάθεση των πιστωτριών τους, ώστε να αποκτήσει ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, επικουρικά, να διαταχθεί η ρύθμιση των χρεών τους κατ’ αρθρ. 8 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, να εξαιρεθούν από την εκποίηση τα περιγραφόμενα στην αίτηση κινητά και ακίνητα των αιτούντων, να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της ρύθμισης των οφειλών τους θα απαλλαγούν από τα χρέη τους προς τις πιστώτριες τους και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (άρθρο 3 του ν. 3869/2010) στην περιφέρεια του οποίου έχουν την κατοικία τους οι αιτούντες και σύμφωνα με την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 έως 781 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 3869/2010. Επίσης προσκομίζονται νομίμως οι υπεύθυνες δηλώσεις των ιδίων (αιτούντων), για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων: α) της περιουσίας και των εισοδημάτων των ιδίων και του ή της συζύγου τους, αντίστοιχα και β) των πιστωτών τους και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και της μη μεταβιβάσεως εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων τους κατά την τελευταία τριετία, και τα απαιτούμενα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρ. 4 παρ. 2 Ν. 3869/2010 όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από την παρ.4 του άρθρου 1 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ A 94/14-8-2015) και καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 της υποπαρ Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ A 94/14-8-2015) τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά τις 19.8.2015, τα οποία κατατέθηκαν εμπρόθεσμα στη γραμματεία του δικαστηρίου. Περαιτέρω, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση των αιτούντων, ούτε έχει εκδοθεί σε προγενέστερο χρόνο απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές τους (άρθρο 13 παρ.2 Ν.3869/2010). Η αίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010, είναι ορισμένη, καθ’ όσον περιέχει 1) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους -φυσικών προσώπων μη εχόντων πτωχευτική ικανότητα 2) κατάσταση της περιουσίας τους και των εισοδημάτων των ιδίων και του ή της συζύγου τους, αντίστοιχα 3) κατάσταση των πιστωτών τους και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα 4) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών τους και 5) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή τους, και ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου της (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2010, σελ. 43, παρ. 12 και 13), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της πιστώτριας των αιτούντων περί αοριστίας της, δεδομένου ότι πέραν των παραπάνω κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης, τα αναφερόμενα δε από αυτές ως ελλείποντα στοιχεία, δεν αποτελούν στοιχεία του ορισμένου της αίτησης και είναι από εκείνα που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας και ειδικότερα των όρων της υπαγωγής των αιτούντων στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 744, 745, 751 ΚΠολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, στο δε ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (αρθ. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ), εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΑΘ 1639/07 ΑΠ 640/03 ΕλλΔνη 45, 1347, ΑΠ 1131/87 ΝοΒ 36-1601-02 πλειοψηφία, ΕφΑΘ 2735/2000, 4462/2002, 2188/2008 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ και ΕιρΠατρ 25/2013, ΕιρΚορινθ 121/2012, ΕιρΚαβ 161/2012, ΕιρΛαυρ 193/2012 ΝΟΜΟΣ Κ. Μπέη Πολ.Δ. άρθρο 758 παρ. 3 αρ. 16 σελ. 326 και 330, Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ Κεραμέα - Κονδύλη -Νίκα, υπ` άρθρο 747, αριθμ. 7, Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδ. 2012, σελ. 104- 107, αριθμ. 41-45 και Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Αρμεν. 64- Ανάτυπο, σελ. 1477). Επίσης, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, 9 παρ. 2 και 11 του Ν.3869/2010, πλην των σε αυτήν αναφερόμενων οφειλών προς το τέταρτο καθ’ ου, λόγω αντίθεσης του άρθρ. 1 παρ. 2 Ν.3869/2010, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν.4336/2015, στις διατάξεις των άρθρ. 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 Συντ., σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και των αιτημάτων: α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης κατ` άρθρ. 7 Ν 3869/2010 το οποίο είναι μη νόμιμο, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης ή η επικύρωση του τροποποιημένου από τους διαδίκους, κατ’ άρθρ. 7 Ν. 3869/2010, σχεδίου, δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης του άρθρ. 4 παρ. 1 του νόμου αυτού, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης αφού διαπιστώσει την κατά τα άνω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφαση του επικυρώνει το σχέδιο (ή το τυχόν τροποποιημένο σχέδιο, καθώς, παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 7 παρ. 1 μετά την τροποποίηση του Ν. 4161.2013 δεν αναφέρονται σε τροποποιημένο σχέδιο, ωστόσο τέτοιος περιορισμός δεν τίθεται ούτε στο συμβιβασμό κατά τα άρθρα 214Α και 293 ΚΠολΔ στην τακτική διαδικασία, πόσω μάλλον στην εκούσια δικαιοδοσία που ρυθμίζει όλη τη διαδικασία του Ν. 3869/2010 και επιτρέπει στα μέρη να προτείνουν ισχυρισμούς μέχρι το πέρας της συζήτησης - άρθρ. 745 ΚΠολΔ-, συνεπώς τα μέρη και το Δικαστήριο δεν δεσμεύονται από το αρχικό σχέδιο αποπληρωμής αλλά δύνανται να καταλήξουν σε άλλο αποτέλεσμα), το οποίο από την επικύρωση του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο, στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αίτησης στην Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές και συνεπώς το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση και β) να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση της ρύθμισης του Δικαστηρίου θα απαλλαγούν από τα χρέη τους, το οποίο είναι απαράδεκτο, καθώς το αίτημα να απαλλαγεί ο υπερχρεωμένος οφειλέτης (και όχι η αιτουμένη αναγνώριση) από κάθε υπόλοιπο οφειλής κατ’ άρθρ. 11 παρ. 1 Ν 3869/2010 συνιστά αίτημα και περιεχόμενο μεταγενέστερης αίτησης που υποβάλλει στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αίτησης του άρθρ. 4 παρ. 1 του αυτού νόμου, ως τούτο ρητά αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρ. 11 Ν 3869/2010 σύμφωνα με το οποίο «Το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη που κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών». Πρέπει επομένως η αίτηση να ερευνηθεί στην συνέχεια και για την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και της πιστώτριας του. Η δεύτερη των καθ` ων πιστώτρια αρνείται την αίτηση και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, προέβαλε τις παρακάτω ενστάσεις, τις οποίες εκθέτει εκτενέστερα και στις προτάσεις της που νόμιμα κατέθεσε: α) την ένσταση αοριστίας, επί της οποίας ισχύουν όσα πιο πάνω αναφέρονται β) την ένσταση της δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε αδυναμία πληρωμών για το λόγο ότι κατά το χρόνο δανεισμού τους γνώριζαν ότι δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους λόγω του ύψους των εισοδημάτων τους, η οποία είναι νόμιμη και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της. γ) την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυριζόμενη ότι οι αιτούντες ζητούν την απαλλαγή τους από μεγάλο μέρος των οφειλών τους χωρίς να αποδεικνύουν μόνιμη αδυναμία πληρωμής και η πρότασή τους περί ρύθμισης των οφειλών τους βλάπτει υπέρμετρα την ενισταμένη, η οποία κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, επειδή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται δεν αρκούν για να τη θεμελιώσουν καθώς και αληθή υποτιθέμενα, δεν υπερβαίνουν τα ακραία αξιολογικά όρια που θέτει ο κανόνας του άρθρου 281 Α.Κ, δεδομένου ότι στόχος των διατάξεων του Ν. 3869/2010, βάσει των οποίων ασκείται η ένδικη αίτηση είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, ο ως άνω δε νόμος, αποβλέπει στη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο με τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών και δ) την ένσταση περί ανειλικρινούς δήλωσης ως προς τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματά των αιτούντων, η οποία είναι νόμιμη και θα εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της. Από την ανωμοτί κατάθεση του πρώτου των αιτούντων, στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, η οποία εκτιμάται καθεαυτή, αλλά και σε συνδυασμό προς τις λοιπές αποδείξεις, από τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προκειμένου να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 και 395 του ΚΠολΔ), για κάποια από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά, χωρίς ωστόσο να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, από όσα οι διάδικοι ισχυρίστηκαν στο ακροατήριο, από τις άμεσες και έμμεσες ομολογίες που προκύπτουν από τους ισχυρισμούς τους (άρθρ. 261, 352, 339 του ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία λαμβάνει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο υπ’ όψιν και χωρίς απόδειξη, από τα πραγματικά γεγονότα τα οποία είναι πασίγνωστα, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αληθινά, τα οποία λαμβάνονται και αυτά υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρ.336 παρ.1 και 4 του ΚΠολΔ) και από την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες, ...................., 60 ετών και ......................., 56 ετών, είναι σύζυγοι, διαμένουν στο ........................................, όπου φιλοξενούνται από τους γονείς του πρώτου και έχουν δύο ενήλικα τέκνα, ηλικίας 32 και 28 ετών. Ο αιτών είναι αγρότης και κατά τα τελευταία έτη τα εισοδήματά του από την αγροτική του δραστηριότητα είναι μηδενικά. Η αιτούσα κατά το παρελθόν εργαζόταν ως εργάτρια στην εταιρεία "...................... ΑΕ" αποκομίζοντας το ποσό των 735 ευρώ περίπου μηνιαίως ενώ από τον Απρίλιο του 2017 είναι άνεργη. Άλλα εισοδήματα πέραν των παραπάνω δεν διαθέτουν οι αιτούντες, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης της δεύτερης πιστώτριας ως ουσία αβάσιμης καθώς από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε ότι οι αιτούντες αποκομίζουν εισόδημα υψηλότερο του δηλωθέντος. Το συνολικό οικογενειακό εισόδημα των αιτούντων ανέρχονταν κατά τα έτη 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2012, 2013, 2014, 2015 και 2016 στο ποσό των 19.816,83 ευρώ, 20.352,49 ευρώ, 17.922,38 ευρώ, 16.390,39 ευρώ, 13.724,74 ευρώ, 16.408,88 ευρώ, 10.846,15 ευρώ, 10.339,51 ευρώ, 7.306,65 ευρώ, 6.521,29 ευρώ και 8.960,77 ευρώ αντίστοιχα (βλ. φωτοαντίγραφα εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος αντιστοίχων ετών) και σε μηνιαία αναγωγή 1.651,41 ευρώ, 1.696,04, ευρώ, 1.493,53 ευρώ, 1.365,86 ευρώ, 1.143,72 ευρώ, 1.367,40 ευρώ, 903,84 ευρώ, 861,62 ευρώ, 608,88 ευρώ, 543,44 ευρώ και 746,73 ευρώ. Οι οικογενειακές δαπάνες των αιτούντων περιορίζονται σ` αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών των ίδιων. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως οι αιτούντες είχαν αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία είτε είναι εξασφαλισμένα με εγγυήσεις είτε όχι, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και τα τελευταία υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις - Νόμος 3869/2010, Αθήνα-2010 σελ. 98 επ.), ενώ τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα συνεχίζουν να εκτοκίζονται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρ. 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010): Α) στον πρώτο αιτούντα, ....................: 1) Από τη δεύτερη πιστώτρια «...............» του έχει χορηγηθεί, με τη με αριθμό .................. σύμβαση, στεγαστικό δάνειο, από το οποίο οφείλει μέχρι την 27-9-2016 το ποσό των 65.839,44 ευρώ, ενώ δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για το ύψος του κατά το χρόνο κοινοποίησης της ένδικης αίτησης, γιατί μέχρι τότε συνεχίζει να εκτοκίζεται. 2) Από την τρίτη πιστώτρια «..............................» του έχει χορηγηθεί με τη με αριθμό .................. σύμβαση δάνειο, στο οποίο συνεβλήθη ως εγγυητής, από το οποίο οφείλει μέχρι την 5-4-2017 το ποσό των 8.787,64 ευρώ, ενώ δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για το ύψος του κατά το χρόνο κοινοποίησης της ένδικης αίτησης, γιατί μέχρι τότε συνεχίζει να εκτοκίζεται. Επομένως το συνολικό ύψος των οφειλών του αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των 74.627,08 ευρώ. Β) στον δεύτερη αιτούσα, ...........................: 1) Από τη δεύτερη πιστώτρια «......................» της έχει χορηγηθεί, με τη με αριθμό .............................. σύμβαση, στεγαστικό δάνειο, από το οποίο οφείλει μέχρι την 27-9-2016 το ποσό των 65.839,44 ευρώ, ενώ δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για το ύψος του κατά το χρόνο κοινοποίησης της ένδικης αίτησης, γιατί μέχρι τότε συνεχίζει να εκτοκίζεται. 2) Από την πρώτη πιστώτρια «......................Α.Ε.» της έχει χορηγηθεί με τη με αριθμό ........................ σύμβαση δάνειο, από το οποίο οφείλει μέχρι την 24-10-2016 το ποσό των 6.396,70 ευρώ, ενώ δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για το ύψος του κατά το χρόνο κοινοποίησης της ένδικης αίτησης, γιατί μέχρι τότε συνεχίζει να εκτοκίζεται. Επομένως το συνολικό ύψος των οφειλών της αιτούσας ανέρχεται στο ποσό των 72.236,14 ευρώ. Ο αιτών έχει την πλήρη κυριότητα: 1) ενός αγροτεμαχίου υπ` αριθμ. ..., που βρίσκεται στη θέση "............" στην κτηματική περιοχή ....................................., συνολικής έκτασης 3.875,00 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 5.700 ευρώ 2) ενός αγροτεμαχίου υπ` αριθμ. ....., που βρίσκεται στην θέση "................" στην κτηματική περιοχή ........................, συνολικής έκτασης 2.187,00 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 3.100 ευρώ και 3) ενός αγροτεμαχίου υπ` αριθμ. ..., που βρίσκεται στην θέση "......................." στην κτηματική περιοχή ..........................., συνολικής έκτασης 7.305,00 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 10.000 ευρώ. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν απαιτείται η εκποίηση των ανωτέρω ακινήτων του αιτούντος για την αποπληρωμή του χρέους της, δεδομένου ότι λόγω της μικρής αξίας αυτών εξαιτίας της πτωτικής τάσης των τιμών των ακινήτων αλλά και της θέσης αυτών προβλέπεται σε συνδυασμό με την έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος τη χρονική αυτή περίοδο ότι δεν θα προσελκύσουν αγοραστές και μια προσπάθεια εκποίησής τους θα αποβεί πιθανόν άκαρπη επιβαρύνοντας την διαδικασία ρύθμισης με επιπλέον έξοδα. Επιπλέον, τα ακίνητα αυτά εκμεταλλεύεται ο αιτών, αποκομίζοντας κάποιο ετήσιο έσοδο, τυχόν εκποίηση τούτων θα του αποστερήσει το μοναδικό μέσο βιοπορισμού του. Επίσης στον αιτούντα ανήκει το υπό στοιχεία πινακίδων κυκλοφορίας ........................ Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Volkswagen, τύπου 0707, έτους πρώτης κυκλοφορίας 1998, αξίας περίπου 2.000 ευρώ, το οποίο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να εξαιρεθεί της εκποίησης λόγω της μικρής αξίας του και επειδή χρησιμεύει για τις αγροτικές εργασίες του αιτούντα, η δε προσφορά του προς εκποίηση δε θα προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, αλλά ούτε και θα αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτών, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης * (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ). Η αιτούσα έχει την κυριότητα ενός αγρού που βρίσκεται στην τοποθεσία ".............." του Δημοτικού Διαμερίσματος ........................... του νομού Ημαθίας, συνολικής έκτασης 2.900 τ.μ., αξίας 2.000 ευρώ περίπου. Σημειώνεται ότι το ανωτέρω αγροτεμάχιο δεν το συμπεριέλαβε η αιτούσα στην κρινομένη αίτησή της. Με δεδομένο ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το Ν.3869/2010 αποβλέπουν στο να διευκολύνουν τον έντιμο και καλόπιστο οφειλέτη, ο οποίος, χωρίς δόλο, περιήλθε σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ένας τέτοιος οφειλέτης, για να αξιωθεί των ρυθμίσεων του Νόμου, πρέπει να δηλώνει κατά τρόπο ειλικρινή τα ζητούμενα από το Νόμο στοιχεία η δε ειλικρίνεια των στοιχείων αυτών είναι κρίσιμη και για τη στάση του Δικαστηρίου στην διαμόρφωση της απόφασής του. Τούτο ισχύει για την διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αίτησης της παρ. 1 του άρθρ. 4 Ν.3869/2010, όσο και για την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Πράγματι, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρ. 10 Ν.3869/2010 ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει ειλικρινή δήλωση: α) για τα περιουσιακά του στοιχεία και β) για τα εισοδήματά του. Συνεπώς, παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας υπάρχει εάν ο οφειλέτης αποκρύπτει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία, ώστε είτε να εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων, για να επιτύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του, είτε να παρουσιάζει μειωμένα τα περιουσιακά του στοιχεία, για να αποφύγει τη ρευστοποίησή τους. Την παραβίαση αυτή μπορεί να την επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής εντός ενός έτους από τη στιγμή που πληροφορήθηκε την διάσταση της πραγματικής κατάστασης του οφειλέτη σε σχέση με την δηλωθείσα. Μολονότι ο Νόμος κάνει λόγο για «αίτηση» του πιστωτή, είναι δεδομένο ότι εάν βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση του άρθρ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να υποβληθεί κατ’ ένσταση. Η ανειλικρίνεια ως προς τα δύο (υπό α’ και β’) στοιχεία αυτά, στην περίπτωση που γίνεται από δόλο ή βαριά αμέλεια, έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης και μπορεί να οδηγήσει στην έκπτωση του οφειλέτη από την διαδικασία. Η υπαιτιότητα αυτή του οφειλέτη έχει να κάνει με την από μέρους του απόκρυψη της υπάρχουσας περιουσιακής ή εισοδηματικής του κατάστασης. Εκ δόλου ενεργεί ο οφειλέτης όταν εν γνώσει του υποβάλλει ψευδή, δηλαδή μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια, δήλωση, χωρίς να χρειάζεται κάποιο πρόσθετο στοιχείο, ενώ ως βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια, όταν η απόκλιση από το μέτρο της συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη. Ελαφρά αμέλεια δεν βλάπτει. Για να επέλθουν οι δυσμενείς αυτές κυρώσεις σε βάρος του οφειλέτη, δεν απαιτείται με τη συμπεριφορά του να έχει μειωθεί η ικανοποίηση των πιστωτών αρκεί οι εσφαλμένες ή ατελείς δηλώσεις του να είναι πρόσφορες να μειώσουν την ικανοποίησή τους αυτήν (βλ. ΕιρΧανίων 262/2011, ΕιρΑθ 223/2011 αδημ. και ΕιρΘηβών 3/2013 Α’ Δημοσίευση NOMOS). Ωστόσο, στην περίπτωση που δεν αναφερθεί εκ παραδρομής περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, η ύπαρξη όμως του οποίου ευκρινώς προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον οφειλέτη λοιπά έγγραφα που καταθέτει στην Γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, ή αν η παράλειψή του αυτή δεν είναι ικανή να μειώσει την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, τότε η αίτησή του δεν κρίνεται απορριπτέα λόγω παραβίασης του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης. Και τούτο, διότι η παράλειψη αυτή του οφειλέτη δεν είναι, σε μια τέτοια περίπτωση, πρόσφορη να προκαλέσει οποιουδήποτε είδους βλάβη στους πιστωτές του. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν απαιτείται η εκποίηση του ανωτέρω ακινήτου της αιτούσας για την αποπληρωμή του χρέους της, δεδομένου ότι λόγω της μικρής αξίας αυτού εξαιτίας της πτωτικής τάσης των τιμών των ακινήτων αλλά και της θέσης αυτού, προβλέπεται σε συνδυασμό με την έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος τη χρονική αυτή περίοδο ότι δεν θα προσελκύσει αγοραστές και μια προσπάθεια εκποίησής του θα αποβεί πιθανόν άκαρπη επιβαρύνοντας την διαδικασία ρύθμισης με επιπλέον έξοδα. Επιπλέον το παραπάνω ακίνητο εκμεταλλεύεται ο αιτών - σύζυγος της αιτούσας, αποκομίζοντας κάποιο ετήσιο έσοδο, τυχόν εκποίηση τούτων θα τους αποστερήσει το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους. Συνεπώς, η ανωτέρω παράλειψη της αιτούσας, όπως και το ότι δεν αναφέρεται η με αριθμ. κυκλοφορίας ................... Ι.Χ. δίκυκλη μοτοσικλέτα του αιτούντος, η οποία ομοίως πρέπει να εξαιρεθεί της εκποίησης, δεν αρκεί για να μειώσει την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών τους και δεν στοιχειοθετείται κατά την κρίση του Δικαστηρίου παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας εκ μέρους τους. Επίσης στην αιτούσα ανήκει σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου το υπό στοιχεία πινακίδων κυκλοφορίας ......................... IX.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Seat, τύπου Ibiza, 1.390 κ.εκ., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2006, αξίας 1.800 ευρώ περίπου το οποίο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να εξαιρεθεί της εκποίησης λόγω της μικρής αξίας του και επειδή χρησιμεύει μόνο για τις μετακινήσεις της αιτούσας και της οικογένειας της, η δε προσφορά του προς εκποίηση δε θα προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, αλλά ούτε και θα αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτών, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ). Οι αιτούντες έχουν πάψει να εξυπηρετούν τα δάνειά τους αυτά και έτσι από το έτος 2016 έχουν περιέλθει σε πραγματική μόνιμη αδυναμία να πληρώνουν τις ληξιπρόθεσμες αυτές χρηματικές οφειλές τους, η δε αδυναμία τους αυτή δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε δόλο, αλλά στην μείωση των εισοδημάτων τους σε σχέση μ’ αυτές των προηγούμενων ετών, γεγονός το οποίο δεν μπορούσαν να προβλέψουν κατά την ανάληψη των δανείων (καθώς οι δανειακές τους υποχρεώσεις αναλήφθηκαν πριν την περιέλευση της αιτούσας σε καθεστώς ανεργίας και κατά το χρονικό διάστημα που οι αιτούντες εργάζονταν με υψηλότερες απολαβές), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυξήθηκε το κόστος ζωής τους, έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό το εισόδημά τους, με αποτέλεσμα να μην επαρκεί για την αντιμετώπιση των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης τους. Η κρίση αυτή, περί μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους, συνάγεται από την σχέση της ρευστότητας τους προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, η υπολειπόμενη ρευστότητα τους δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στον όγκο των οφειλών τους ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους. Συνεπώς συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα σ` αυτήν των άρθρων 8 παρ. 5 ν. 3869/2010, ήτοι ορίζονται μηδενικές καταβολές από τους αιτούντες για τρία χρόνια, καθότι η μεν αιτούσα είναι άνεργη, το δε οικογενειακό τους εισόδημα από την εργασία του αιτούντος δεν επαρκεί για τη κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών της οικογένειας τους, οι οποίες καλύπτονται κατά το κύριο μέρος τους λόγω καταβολής μη σταθερών οριζόμενων ποσών από τους γονείς του αιτούντος, ενώ η υποχρέωση καταβολής μηνιαίων δόσεων θα οδηγούσε σε εξαθλίωση των οφειλετών αιτούντων, γεγονός το οποίο θα παραβίαζε τη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα (ΑΠ 288/2000 ΔΕΕ 2000, σελ. 743). Επειδή η παρούσα δυσμενής οικονομική κατάσταση των αιτούντων προφανώς θα έχει μόνιμο χαρακτήρα, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της αιτούσας, είναι ήδη 56 ετών, της δυσκολίας ανεύρεσης εργασίας λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης της χώρας, αφού κατά τα επίσημα στατιστικά δελτία η ανεργία πλησίασε το 20%, οι δε απολαβές του αιτούντες από τις αγροτικές εργασίες βαίνουν σταδιακά απομειώμενες με αποτέλεσμα να μη δύνανται με αυτοί να εξυπηρετήσουν ούτε τις βιοτικές τους ανάγκες, το Δικαστήριο κρίνει μη αναγκαία την επαναξιολόγηση της οικονομικής της κατάστασης, αφού φρονεί ότι δεν πρόκειται αυτή να βελτιωθεί. Ενόψει των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση σε σχέση με το δεύτερο των καθ’ ων ως μη νόμιμη και να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσία ως προς του λοιπούς πιστωτές και να διαταχθούν όσα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, διότι δεν προβλέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης και τρίτης των καθ` ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς το τέταρτο των καθ’ ων. ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση ως προς την πρώτη, δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων. ΟΡΙΖΕΙ μηδενικές μηνιαίες καταβολές για τις οφειλές των αιτούντων προς τις πιστώτριες τους για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την δημοσίευση της παρούσας απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι μέχρι την 27-7-2021, οπότε και απαλλάσσονται οι αιτούντες. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στα Γιαννιτσά, την 24η Αυγούστου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Θωμάς Στεφ. Καλοκύρης Δικηγόρος ΜΔΕ