Ακολουθεί η υπ’ αριθ. 1250/2019 Απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δικαίωσε υπερήλικα συνταξιούχο εις βάρος του οποίου καταλογίστηκαν τα ποσά των προσαυξήσεων που λάμβανε επί της συντάξεώς του λόγω της συζύγου του, διότι ο ίδιος είχε δηλώσει καλόπιστα, όταν του ζητήθηκε, πως η σύζυγός του δεν εργαζόταν ή επιδοτούνταν ή συνταξιοδοτούνταν, καθότι ήταν ασφαλισμένη στον Ο.Α.Ε.Ε. λόγω ιδιότητας (εκπρόσωπος εταιρίας) και όχι λόγω επαγγέλματος, ενώ δεν του ζητήθηκε να δηλώσει ρητώς και εάν ήταν ασφαλισμένη λόγω ιδιότητας, την οποία διαφορά, συνεκτιμώντας και το μορφωτικό επίπεδο του προσφεύγοντος, ήταν πιθανότατα εξαιρετικά δυσχερές για αυτόν να την αντιληφθεί.
“Αριθμός απόφασης 1250/2019
“ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Δ’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2018, με δικαστή την Άννα Σταυλά, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, και Γραμματέα τη Σουλτάνα Λουλούδη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει τη με αριθμό καταχώρησης …………… προσφυγή
του ……………., ο οποίος παρέστη μετά του πληρεξούσιού του δικηγόρου Θωμά Καλοκύρη,
κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)», που εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και παρέστη, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με την κατατεθείσα στις 06.11.2018 δήλωση της πληρεξούσιάς του δικηγόρου …………….
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο διάδικος που παρέστη στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (5959612, 3149147/28.09.2017 σειράς Α ειδικά γραμμάτια), ζητείται παραδεκτώς, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ακύρωση της 99/9/14.02.2017 απόφασης της Α΄ Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος κατά της 22073/23.09.2014 απόφασης του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Με την τελευταία αυτή απόφαση αφενός διακόπηκε η καταβολή στον προσφεύγοντα της προσαύξησης της σύνταξής του λόγω οικογενειακών βαρών, αφετέρου καταλογίσθηκαν σε βάρος του τα ποσά της προσαύξησης που εισέπραξε αχρεωστήτως από 01.01.1995 έως 28.02.2000, και από 01.01.2011 έως 30.04.2014.
2. Επειδή, από 01.01.2017 το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. εντάχθηκε στον Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος κατέστη καθολικός διάδοχος του πρώτου (άρθρα 51 και 53 του ν. 4387/2016, Α 85).
3. Επειδή, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α 179), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (Α 189), ορίζεται ότι: «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, εφ’ όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου […]». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το ποσό της σύνταξης λόγω γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., προσαυξάνεται εφόσον ο/η σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται, ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Και τούτο, διότι η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του Ι.Κ.Α.-.Ε.Τ.Α.Μ. που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη, και τέτοιοι θεωρούνται κατ’ αρχήν οι έγγαμοι συνταξιούχοι, των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή ασφαλιστικό οργανισμό (ΣτΕ 1124/2007, 2466/1998, 1261/1994 7μ. κ.α.).
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 40 παρ. 4 του ως άνω α.ν. 1846/1951 ορίζεται ότι: «Πάσα παροχή εις χρήμα αχρεωστήτως καταβληθείσα υπό του Ι.Κ.Α. ως και η αξία των εις είδος τοιούτων […] επιστρέφονται εντόκως προς 5%, αναζητούνται δε κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής εισπράξεως των καθυστερουμένων εισφορών του Ιδρύματος. […]». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, κάθε παροχή που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. επιστρέφεται σε αυτό εντόκως. Ωστόσο, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης – γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης και εφαρμόζεται παραλλήλως προς την ως άνω διάταξη – η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο ικανού χρόνου από την είσπραξή τους, εάν οι παροχές αυτές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως τις έχει εισπράξει καλόπιστα. Η αναζήτηση των πιο πάνω παροχών επιτρέπεται μόνον εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς. Αντιθέτως, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, επιβάλλεται η αναζήτηση από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. των ποσών αυτών εάν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό, εκτός εάν αυτός που έχει εισπράξει, παράνομα πλην καλόπιστα, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους θα είχε ως συνέπεια τον σοβαρό κλονισμό της οικονομικής κατάστασής του (ΣτΕ 1138/2017, 3333/2014, 3415/2013, 3332/2012, 1620/ 2006 7μ. κ.α.).
5. Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στις 05.09.1991, ο προσφεύγων, χειριστής χωματουργικών μηχανημάτων, κατέθεσε στο Ι.Κ.Α. τη με αριθμό πρωτοκόλλου 161985 αίτηση απονομής σύνταξης γήρατος. Στην προσαρτημένη στην αίτηση υπεύθυνη δήλωση, απάντησε «όχι» στο ερώτημα με αριθμό 15, περί του εάν η σύζυγός του εργαζόταν, επιδοτούνταν, ή λάμβανε σύνταξη από το Ίδρυμα ή άλλον φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Ακόμη, με την υπογραφή της υπεύθυνης δήλωσης, ο προσφεύγων ανέλαβε την υποχρέωση να ειδοποιήσει εγγράφως το Ι.Κ.Α. σε περίπτωση που η σύζυγός του, για την οποία δικαιούνταν προσαύξηση της σύνταξης, θα ξεκινούσε να εργάζεται, να επιδοτείται, ή να συνταξιοδοτείται. Η ως άνω αίτηση του προσφεύγοντος έγινε δεκτή, και με την 23631/30.12.1994 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης του Ι.Κ.Α. απονεμήθηκε σε αυτόν πλήρης σύνταξη γήρατος από 01.06.1993, το ποσό της οποίας προσαυξήθηκε, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, για τη σύζυγό του. Τον Μάρτιο του 2014, το καθ’ου Ίδρυμα απέστειλε στον Ο.Α.Ε.Ε. ερώτημα σχετικά με την ασφάλιση στον Οργανισμό της συζύγου του προσφεύγοντος, επί του οποίου ο Ο.Α.Ε.Ε. απήντησε ότι η εν λόγω ασφαλίσθηκε στο Τ.Ε.Β.Ε. (μετέπειτα Ο.Α.Ε.Ε.) από 01.02.1990 έως 01.01.2000 με την ιδιότητα του εκπροσώπου εταιρίας εκμετάλλευσης λατομείου, και συνταξιοδοτήθηκε από 01.01.2011 έως τον θάνατό της στις 17.01.2012 (βλ. το έγγραφο του Ο.Α.Ε.Ε. που φέρει αριθμό πρωτοκόλλου 5663/06.03.2014 του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., και την 19/03511/27.09.2011 απόφαση του Ο.Α.Ε.Ε. περί απονομής σύνταξης γήρατος στη σύζυγο του προσφεύγοντος). Κατόπιν αυτών, με την 22073/23.09.2014 απόφαση του προαναφερθέντος Διευθυντή, αφενός διακόπηκε η καταβολή στον προσφεύγοντα της ως άνω προσαύξησης της σύνταξής του, αφετέρου καταλογίσθηκαν σε βάρος του τα ποσά των συντάξεων που καταβλήθηκαν σε αυτόν αχρεωστήτως από 01.01.1995 έως 28.02.2000 (διάστημα κατά το οποίο η σύζυγός του ήταν ασφαλισμένη στο Τ.Ε.Β.Ε. λόγω ιδιότητας), και από 01.01.2011 έως 30.04.2014 (διάστημα κατά το οποίο η σύζυγός του λάμβανε σύνταξη γήρατος από τον Ο.Α.Ε.Ε.). Κατά της απόφασης αυτής ο προσφεύγων κατέθεσε ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε.
6. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αναπτύσσεται με το εμπροθέσμως κατατεθέν υπόμνημά του, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι στις 05.09.1991, οπότε υπέβαλε το αίτημα απονομής σύνταξης γήρατος, η σύζυγός του δεν εργαζόταν, ούτε λάμβανε σύνταξη από το καθ’ου Ίδρυμα ή άλλον ασφαλιστικό φορέα, και άλλωστε ουδέποτε του ζητήθηκε, μεταγενέστερα, να δηλώσει το εργασιακό και ασφαλιστικό καθεστώς της συζύγου του. Συναφώς, προβάλλει ότι η αναζήτηση των ποσών, που έλαβε τα ως άνω διαστήματα ως προσαύξηση της σύνταξής του, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης, διότι: α. τα ποσά αυτά τα εισέπραξε καλόπιστα, β. η καταβολή σε αυτόν της ως άνω προσαύξησης επί 23 χρόνια, του δημιούργησε σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος αυτής, και γ. η αναζήτηση, μετά την παρέλευση ικανού χρόνου, των ποσών που εισέπραξε αχρεωστήτως, θα του προκαλέσει οικονομικές δυσχέρειες και θα επιδράσει δυσμενώς στις συνθήκες διαβίωσής του. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του προσκομίζει: α. εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογικού έτους 2017, σύμφωνα με το οποίο ο προσφεύγων είχε κατά το έτος αυτό εισοδήματα μόνον από συντάξεις, ύψους 7.369,78 ευρώ, β. το από 05.11.2018 ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων του Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με το οποίο, τον Νοέμβριο του 2018, το πληρωτέο ποσό σύνταξης του προσφεύγοντος ήταν 379,40 ευρώ, και γ. το από 04.09.2017 έγγραφο του Ε.Φ.Κ.Α. προς τον προσφεύγοντα, στο οποίο αναφέρεται ότι από τη μηνιαία σύνταξη του τελευταίου παρακρατούνταν ποσό 80,76 ευρώ, για την εξόφληση μέρους της οφειλής του από αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά προσαύξησης της σύνταξής του, χρονικής περιόδου από 01.06.2011 έως 30.04.2014, καθώς και ότι η συγκεκριμένη οφειλή έπαψε να υφίσταται τον Ιούνιο του 2015.
7. Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στην υπεύθυνη δήλωση που υπέγραψε ο προσφεύγων, προσαρτημένη στην από 05.09.1991 αίτηση συνταξιοδότησής του, του ζητήθηκε να δηλώσει εάν η σύζυγός του εργαζόταν ή επιδοτούνταν ή συνταξιοδοτούνταν, όχι δε και εάν ήταν ασφαλισμένη λόγω ιδιότητας. Εξάλλου, η σύζυγος του προσφεύγοντος ήταν ασφαλισμένη στο Τ.Ε.Β.Ε. (μετέπειτα Ο.Α.Ε.Ε.) από 01.01.1995 έως 28.02.2000 λόγω ιδιότητας (ως εκπρόσωπος εταιρίας εκμετάλλευσης λατομείου), χωρίς να προκύπτει ότι ήταν ασφαλισμένη και λόγω επαγγέλματος. Με τα δεδομένα αυτά, και συνεκτιμώντας περαιτέρω ότι, λόγω του μορφωτικού επιπέδου του προσφεύγοντος, ήταν πιθανότατα εξαιρετικά δυσχερές για αυτόν να αντιληφθεί την ενδεχόμενη υποχρέωσή του να δηλώσει, αν και δεν του ζητήθηκε ρητώς, ότι η σύζυγός του ήταν ασφαλισμένη λόγω ιδιότητας στο Τ.Ε.Β.Ε. κατά το ως άνω διάστημα, αυτός τελούσε σε καλή πίστη κατά την είσπραξη της προσαύξησης της σύνταξής του από 01.01.1995 έως 28.02.2000. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη ότι από τις 28.02.2000 έως τις 23.09.2014, οπότε καταλογίσθηκαν σε βάρος του τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά της προσαύξησης, μεσολάβησε διάστημα πέραν των δεκατεσσάρων ετών, το οποίο υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο (πρβλ. ΣτΕ 3415/ 2013), το Δικαστήριο κρίνει ότι ο καταλογισμός σε βάρος του προσφεύγοντος των ποσών προσαύξησης της σύνταξης που του χορηγήθηκαν από 01.01.1995 έως 28.02.2000, αντίκειται στην αρχή της καλής πίστης και ως εκ τούτου είναι μη νόμιμος. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε., που έκρινε αντιθέτως, πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος αυτό, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου που προβάλλεται με την προσφυγή.
8. Επειδή, περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι ο προσφεύγων, με την υπογραφή της αίτησης συνταξιοδότησής του και της προσαρτημένης σε αυτή υπεύθυνης δήλωσης, ανέλαβε ρητώς την υποχρέωση να γνωστοποιήσει εγγράφως στο Ι.Κ.Α. ενδεχόμενη συνταξιοδότηση της συζύγου του, δεν το έπραξε και συνέχισε να εισπράττει τη σχετική προσαύξηση για το διάστημα από 01.01.2011 (οπότε η σύζυγός του άρχισε να λαμβάνει σύνταξη από τον Ο.Α.Ε.Ε.) έως 30.04.2014. Ως εκ τούτου, κατά την είσπραξη των ποσών της ένδικης προσαύξησης το εν λόγω διάστημα, ο προσφεύγων δεν τελούσε σε καλή πίστη και η αναζήτηση των ποσών αυτών από το Ι.Κ.Α. δεν αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης (πρβλ. ΔΕφΘεσ 2038/2018). Σε κάθε περίπτωση πάντως, το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης των ένδικων παροχών από 01.01.2011 έως 30.04.2014, και της αναζήτησής τους στις 23.09.2014 είναι σύντομο και δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη ότι το ποσό της οφειλής του προσφεύγοντος θα μειωθεί σημαντικά μετά την κατά τα ανωτέρω μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, και συνεκτιμώντας την οικονομική κατάσταση του τελευταίου, όπως προκύπτει από το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο που προσκόμισε, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιστροφή των ποσών προσαύξησης σύνταξης που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στον προσφεύγοντα και αφορούν το διάστημα από 01.01.2011 έως 30.04.2014, δεν θα έχει ως συνέπεια τον σοβαρό κλονισμό της οικονομικής κατάστασής του. Ως εκ τούτου, η αναζήτηση από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. των ένδικων ποσών που ο προσφεύγων εισέπραξε το διάστημα αυτό, δεν αντίκειται και για τον λόγο αυτόν στην αρχή της χρηστής διοίκησης. Συνεπώς, καθ’ μέρος αφορά το διάστημα από 01.01.2011 έως 30.04.2014, νομίμως έκρινε η Τ.Δ.Ε. με την προσβαλλόμενη απόφαση, η δε κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος της αυτό.
9. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή, και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθ’ο μέρος κρίθηκε με αυτή ότι νομίμως καταλογίσθηκαν σε βάρος του προσφεύγοντος τα ποσά της προσαύξησης της σύνταξής του που εισέπραξε το διάστημα από 01.01.1995 έως 28.02.2000. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα ποσό 12,50 ευρώ από το καταβληθέν παράβολο, και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 277 παρ. 9 και 275 παρ. 1 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [ν. 2717/1999, Α 97]).
BECAUSE OF THIS
Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Ακυρώνει την 99/9/14.02.2017 απόφαση της Α΄ Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του Ε.Φ.Κ.Α., καθ’ο μέρος κρίθηκε με αυτή νόμιμος ο καταλογισμός, σε βάρος του προσφεύγοντος, των ποσών προσαύξησης της σύνταξής του που εισέπραξε το διάστημα από 01.01.1995 έως 28.02.2000.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.
Διατάσσει την απόδοση στον προσφεύγοντα ποσού δώδεκα ευρώ και πενήντα λεπτών (12,50€) από το καταβληθέν παράβολο.
Set off legal costs between the parties.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 27.02.2019.
Η Δικαστής Η Γραμματέας”
Thomas Steph. Summer
MDE lawyer