Το έργο “Η μπρούτζινη Ελευθερία” έλαβε τιμητική διάκριση στον 17ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό τον οποίο προκήρυξε η Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
«Μπαμπά;»
«Ναι, αγόρι μου».
«Ποιος είναι αυτός;»
Ο πατέρας γύρισε να κοιτάξει προς την κατεύθυνση που του έδειχνε ο γιος του. Συγκράτησε ένα χαμόγελο και απάντησε:
«Αυτός είναι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης».
Το αγόρι επεξεργάστηκε για λίγη ώρα τον μαρμαρωμένο οπλαρχηγό. Το μπρούτζινο άγαλμα αγέρωχο δέσποζε στο κέντρο της πλατείας. Ο στρατάρχης στεκόταν με το κεφάλι περήφανα ψηλά κραδαίνοντας το ξίφος του προς τον γαλανό ουρανό της Ελλάδος. Στα πόδια του με μαύρη μπογιά ήταν μουτζουρωμένα αδέξια «ΠΑΟΚ Θύρα 4» και «Γαμώ τον Πειραιά».
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε τελικά το αγόρι.
«Είναι ένας από τους ήρωες της επανάστασης του 1821», απάντησε ο πατέρας.
Όταν το αγόρι δε μίλησε, ο πατέρας αποφάσισε να του εξηγήσει.
«Οι Έλληνες είμασταν υπόδουλος λαός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για 400 χρόνια. Το 1821 είναι το ορόσημο της εθνικής μας αναγέννησης. Οι υπόδουλοι Έλληνες επαναστάτησαν ενάντια στο ζυγό των Τούρκων και ύστερα από αιματηρές μάχες κέρδισαν την ελευθερία τους».
«Γιατί περίμεναν 400 ολόκληρα χρόνια για να επαναστατήσουν;» ρώτησε το αγόρι με ενδιαφέρον.
«Δε περίμεναν. Υπήρξαν πολλές επαναστάσεις όλα αυτά τα χρόνια. Όμως, δεν ήταν το ίδιο επιτυχημένες».
«Τι άλλαξε το 1821;»
Ο πατέρας το σκέφτηκε για λίγο. Ύστερα, είπε:
«Το 1821 όλοι οι Έλληνες ενώθηκαν και πολέμησαν για ένα κοινό σκοπό. Ενωμένοι οι Έλληνες μπορούμε να καταφέρουμε πολλά. Δυστυχώς, σπάνια συμβαίνει να είμαστε ενωμένοι».
«Γιατί;»
«Φαίνεται ότι μας είναι πιο εύκολο να θυμόμαστε τα πράγματα που μας χωρίζουν, παρά αυτά που μας ενώνουν».
«Ακόμη και τώρα που είμαστε ελεύθεροι;»
«Ακόμη και τώρα που είμαστε ελεύθεροι».
«Ποια πράγματα μας χωρίζουν;»
Ο πατέρας αναστέναξε. Μπορείς να κρυφτείς από οτιδήποτε, σκέφτηκε, όχι όμως από τις εύλογες απορίες ενός μικρού παιδιού.
«Διάφορα, φαντάζομαι. Η πολιτική, για παράδειγμα. Ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας μας. Η οικονομία. Ο τρόπος διανομής του πλούτου στους πολίτες της», είπε και σταμάτησε για να σκεφτεί.
«Αυτά μόνο;» ρώτησε το αγόρι.
«Έτσι φαίνεται», απάντησε ο πατέρας.
Βλέποντας ότι η απάντηση δεν ικανοποίησε τον γιο του πρόσθεσε:
«Το θέμα είναι, αγόρι μου, ότι οι Έλληνες δε χρειαζόμαστε κάποιο σοβαρό λόγο για να διχαζόμαστε. Τον ίδιο διχασμό έχουμε και σήμερα, είτε αυτός αφορά ποιο πολιτικό κόμμα προτιμούμε ή τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας, είτε αφορά ποδοσφαιρικά ζητήματα ή τηλεοπτικά σόου. Δεν είναι κακό να διαφωνούμε μεταξύ μας. Κακό είναι να μισούμε ο ένας τον άλλο γι’ αυτό».
«Όπως, δηλαδή, ο ΠΑΟΚ μισεί τον Ολυμπιακό;»
Ο πατέρας γέλασε. Μόλις είδε το προσβεβλημένο βλέμμα του γιου του, έσπευσε να απαντήσει σοβαρά και αυτός:
«Ναι, έτσι ακριβώς. Παρότι ο ΠΑΟΚ και ο Ολυμπιακός είναι αντίπαλοι μεταξύ τους στο ποδόσφαιρο, οι οπαδοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους, αλλά αντίθετα και οι δύο μοιράζονται την απόλαυση ενός ποδοσφαιρικού θεάματος».
«Μπαμπά;»
«Ναι, αγόρι μου».
«Τι σημαίνει ότι είμαστε ελεύθεροι;»
«Σημαίνει ότι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως άτομα και ως κοινωνία».
«Τι σημαίνει αυτοπροσδιοριζόμαστε;»
«Επιλέγουμε μόνοι μας ποιοι είμαστε, σε τι πιστεύουμε, τι πράττουμε και τι θέλουμε να πράξουμε στο μέλλον».
«Εμείς επιλέγουμε για τα πάντα;»
«Όλοι μαζί συντονισμένα. Ή τουλάχιστον, έτσι θα έπρεπε να είναι».
Μετά από μία μικρή παύση, το αγόρι συνέχισε:
«Μπαμπά;»
«Ναι, αγόρι μου».
«Γιατί τότε επιλέξαμε να χάσεις τη δουλειά σου;»
Ο πατέρας πάγωσε. Τα πόδια του μούδιασαν και η φωνή του βγήκε τρεμάμενη από το στόμα. Πώς να εξηγήσει στο γιο του ό,τι ο ίδιος αδυνατούσε να καταλάβει;
«Δε κάναμε τίποτα λάθος», του είπε και γονάτισε μπροστά του. «Δε θέλω να το σκέφτεσαι αυτό. Σύντομα θα βρω μια άλλη δουλειά. Έως τότε δε θα μας λείψει τίποτα. Δεν ήταν δική μας επιλογή. Δε το επιλέξαμε εμείς, μ’ ακούς;»
«Μα δεν είπες πως είμαστε ελεύθεροι;»
«Φταίει η οικονομική κρίση, αγόρι μου, όχι η ελευθερία. Έκλεισε το εργοστάσιο, αυτό ήταν όλο. Δεν άντεξε τους υψηλούς φόρους και μεταφέρθηκε σε άλλη χώρα».
«Γιατί τότε δεν επιλέγουμε να έχουμε λιγότερους φόρους;»
«Γιατί χρωστάμε πολλά λεφτά σε άλλες χώρες».
«Και επιλέγουν εκείνοι για εμάς;»
«Ενίοτε ναι».
«Πώς θα τους πληρώσουμε, όταν τα εργοστάσια κλείνουν και δεν έχεις δουλειά;»
«Έχουμε περιουσία, λιμάνια, αεροδρόμια, ακίνητα, ενεργειακές πηγές».
«Και τους τα δώσαμε;»
«Παραμένουν δικά μας. Απλά τα διαχειρίζονται εκείνοι».
Το αγόρι βυθίστηκε σε βαθιά περισυλλογή. Παρατηρούσε το άγαλμα του στρατηλάτη και ευχήθηκε να ήταν το ίδιο δυνατός όπως εκείνος. Ύστερα από λίγο, ακούστηκε ξανά αβέβαιη η φωνή του.
«Μπαμπά;»
«Ναι, αγόρι μου».
«Δε ξέρω εάν μου αρέσει η ελευθερία».
Ο πατέρας ανησύχησε. Προσπάθησε να εξηγήσει στο γιο του το ανεξήγητο και απέτυχε παταγωδώς.
«Ελευθερία δε σημαίνει μόνο να έχεις δουλειά», είπε.
«Τι άλλο σημαίνει;»
«Σημαίνει να λες ελεύθερα την άποψη σου και να μη φοβάσαι τις συνέπειες».
«Και ποιος μας ακούει;»
Ο πατέρας γύρισε και κοίταξε το γιο του. Είχε δίκιο. Πόσο φοβόταν να το παραδεχτεί.
«Θυμάσαι προχθές που είδαμε μαζί τις ειδήσεις;»
«Θυμάμαι μόνο που μάλωναν όλοι μεταξύ τους».
«Αυτό σημαίνει ελευθερία!» θριαμβολόγησε ο πατέρας. «Να μπορούν οι πολιτικοί να διαφωνούν δημόσια μεταξύ τους».
«Δε καταλαβαίνω τι λένε», παραπονέθηκε το αγόρι. «Μιλάνε όλοι μαζί».
«Ναι, όμως μπορούν χωρίς φόβο να εκφράζουν δημόσια την άποψη τους».
«Μα είναι κάθε μέρα οι ίδιοι. Εμείς τους επιλέγουμε κι αυτούς;»
«Ναι, και αυτό λέγεται Δημοκρατία».
«Το να επιλέγουμε τους ίδιους;»
«Το να έχουμε εξαρχής το δικαίωμα της επιλογής».
Το αγόρι σταμάτησε και πάλι τις ερωτήσεις. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τους κοιτούσε από ψηλά με περιέργεια.
«Μπαμπά;»
«Ναι, αγόρι μου».
«Πέθαναν πολλοί Έλληνες το 1821;»
«Πολλοί. Θυσιάστηκαν για να είμαστε εμείς ελεύθεροι».
«Θα ήταν, πιστεύεις, περήφανοι για εμάς;»
Ο πατέρας έπιασε αιφνιδιαστικά το γιο του και τον σήκωσε ψηλά. Το αγόρι γέλασε και βολεύτηκε αναπαυτικά στους ώμους του πατέρα του.
«Ναι, έτσι πιστεύω», του είπε.
«Ακόμη και έτσι όπως κάναμε την ελευθερία που μας έδωσαν;»
«Δεν είμαστε τέλειοι, ούτε τα πήγαμε περίφημα, όμως ναι, πιστεύω ότι θα ήταν περήφανοι για εμάς. Ιδίως για σένα, μπόμπιρα, που θέλεις να μαθαίνεις τα πάντα».
Το αγόρι γέλασε.
«Άρα έχουμε πραγματικά κερδίσει».
«Αυτό δεν είναι το τέλος του αγώνα για την ελευθερία. Εσύ και εγώ θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μαζί. Ίσως όχι με όπλα, αλλά με τα δυσεύρετα πολεμοφόδια της κριτικής σκέψης και της παιδείας».
«Για πόσο;»
«Για όσο ζούμε. Τους το χρωστάμε, δε νομίζεις;»
Το αγόρι φάνηκε να ικανοποιεί την περιέργεια του. Η διάθεση του είχε αλλάξει και μαζί είχε αλλάξει και η ψυχολογία του πατέρα του. Πλέον γελούσαν και πείραζαν ο ένας τον άλλον. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τους χάζευε αμήχανα.
«Μπορώ να του πιάσω το χέρι;»
«Βεβαίως», είπε ο πατέρας και πλησίασε το άγαλμα με το γιο του να στηρίζεται πάνω στους ώμους του.
Το αγόρι έτεινε το χέρι του και έπιασε διστακτικά το ελεύθερο μπρούντζινο χέρι του Έλληνα στρατηλάτη. Του φάνηκε ζεστό και παίρνοντας θάρρος το έσφιξε σε μια θερμή χειραψία. «Έτσι αισθάνεται κανείς την Ελευθερία;» αναρωτήθηκε.
Ύστερα από λίγο, ο πατέρας απομακρύνθηκε αργά και κατέβασε τον γιο του στο έδαφος. Πριν φύγουν, το αγόρι γύρισε για να χαιρετίσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.
«Γεια σου, γέροντα!» του είπε. «Μην ανησυχείς, θα συνεχίσουμε εμείς για όσο ζούμε τον αγώνα σου για ελευθερία».
«Ρε χαζοβιόλη», του είπε ο πατέρας του με δάκρυα στα μάτια. «Είμαι περήφανος για εσένα!»
«Και εγώ μπαμπά», του είπε το αγόρι, «είμαι περήφανος για εσένα».
Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο πατέρας λύγισε και πήρε το γιο του σφιχτά στην αγκαλιά του. Τα δάκρυα έτρεχαν τώρα ποτάμι από τα μάγουλα του. Δε προσπαθούσε άλλο να τα συγκρατήσει. Το αγόρι παραδόθηκε στην αγκαλιά του πατέρα του και ένιωσε τα μάτια του υγρά και τη ψυχή του γαλήνια. Έμειναν έτσι για ώρα πολύ, ώσπου πήραν το δρόμο της επιστροφής. Αφανείς ήρωες και οι ίδιοι στων Ελλήνων το Πάνθεον δώσαν σιωπηλό όρκο για τον παντοτινό Αγώνα. Τον Αγώνα για Ελευθερία.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης συνέχισε για ώρα πολύ να κραδαίνει προστατευτικά τη ρομφαία του ξίφους του προσπαθώντας να διώξει τους φόβους και τις ανησυχίες των σύγχρονων προγόνων του. ‘Ύστερα, βυθίστηκε σε λήθαργο και ο ίδιος χαμηλώνοντας αργά το σπαθί του, βέβαιος πως το μέλλον των Ελλήνων είναι στα χέρια τους. Βέβαιος πως το μέλλον των Ελλήνων ανήκει στα παιδιά τους.
Thomas Ste. Summer