Μετά τη σύσταση της εταιρίας είναι πιθανόν οι ιδρυτές της να μεταβάλλουν τον εταιρικό της τύπο, είτε επειδή μεταβλήθηκαν τα κριτήρια, που αποτέλεσαν το θεμέλιο λίθο της προγενέστερης εκ μέρους τους επιλογής εταιρικού τύπου, είτε επειδή αναγκάστηκαν σ’ αυτό. Η αλλαγή αυτή μπορεί να οφείλεται, για παράδειγμα, στη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών της επιχείρησης, στην αύξηση της φορολογίας του συγκεκριμένου εμπορικού τύπου, στην επιθυμία ενός εταίρου να καταστεί ομόρρυθμος ή το αντίστροφο, καθώς και σε γεγονότα, που δεν ανάγονται στη σφαίρα βούλησης των εταίρων, όπως π.χ. ο θάνατος του μοναδικού ετερόρρυθμου εταίρου ή η αύξηση του κατώτερου ορίου του κεφαλαίου των κεφαλαιουχικών εταιριών σε ποσό μεγαλύτερο του υφιστάμενου κεφαλαίου μιας Α.Ε.
Σε κάθε περίπτωση, έμμεσος σκοπός της επελθούσης αλλαγής είναι η ευχερέστερη προσαρμογή της εταιρίας στα εκάστοτε οικονομικά, κοινωνικά και νομικά δεδομένα, με απώτερο στόχο την πρόσφορη και διαρκή εξυπηρέτηση του εταιρικού της σκοπού. Η μεταβολή του εταιρικού τύπου μπορεί να πραγματοποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους, που ανταποκρίνονται ή μη στο αίτημα της απρόσκοπτης οικονομικής λειτουργίας της επιχείρησης.
Η οικονομική ή «καταχρηστική» μεταβολή πραγματοποιείται μέσω της λύσης και της εκκαθάρισης της εταιρίας και της ίδρυσης νέας, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζονται με τους κανόνες της ειδικής διαδοχής. Έτσι, μετά το πέρας της διαδικασίας εκκαθάρισης της εταιρίας ιδρύεται ένα νέο νομικό πρόσωπο, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία σύστασης, στο οποίο μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία της λυθείσης εταιρίας, π.χ. με παράδοση των κινητών, μεταγραφή των ακινήτων, έτσι ώστε η νέα εταιρία να αποτελέσει τον ειδικό διάδοχο της παλιάς. Όπως γίνεται φανερό, η διαδικασία αυτή απαιτεί χρόνο, πολυάριθμα έξοδα και φορολογικά βάρη, ενώ συνεπάγεται τη διακοπή της λειτουργίας της εταιρίας για όσο χρονικό διάστημα αυτή διαρκέσει, και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες των εμπορικών συναλλαγών.
Άλλη δυνατότητα μεταβολής του εταιρικού τύπου αποτελεί η λύση της παλιάς εταιρίας και η μεταβίβαση όλων των περιουσιακών της στοιχείων στη νέα εταιρία, με τους κανόνες της καθολικής, όμως, διαδοχής. Η μεταβίβαση, δηλαδή, ολόκληρης της περιουσίας γίνεται με μια πράξη από την λυθείσα εταιρία στο νέο εταιρικό φορέα της χωρίς να χρειάζεται να ακολουθηθεί η διαδικασία της εκκαθάρισης . Η διαδικασία αυτή, παρότι εξασφαλίζει σε μεγαλύτερο βαθμό την οικονομική ταυτότητα της επιχείρησης, εξακολουθεί να απαιτεί τη διατήρηση δυο νομικών προσώπων, τη λύση του ενός και την ίδρυση του άλλου, καθώς και πράξη μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων από τη μία εταιρία στην άλλη.
Τρίτη δυνατότητα μεταβολής αποτελεί η κατά κυριολεξία μετατροπή ή μετασχηματισμός, η οποία εξοβελίζει τις παραπάνω δυσχέρειες της διαδικασίας διατηρώντας όχι μόνο την οικονομική, αλλά και τη νομική ταυτότητα της εταιρίας, που μετατρέπεται. Η εταιρία μεταβάλλει το νομικό της τύπο με απλή τροποποίηση του καταστατικού της, ώστε αυτό να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της νέας εταιρικής μορφής, δε λύεται, δεν εκκαθαρίζεται, συνεχίζει να λειτουργεί, δε μεταβιβάζει την περιουσία της σε άλλο φορέα, αλλά τηρώντας, στη συνέχεια, τις αναγκαίες διατυπώσεις δημοσιότητας μετατρέπεται σε εταιρία διαφορετικού νομικού ενδύματος, διατηρώντας, έτσι, ανέπαφη την περιουσιακή και νομική της ταυτότητα .
Η μεταβολή του τύπου της εταιρίας δεν επηρεάζει μόνο τις σχέσεις των εταίρων με την εταιρία και των εταίρων μεταξύ τους αλλά και τις σχέσεις των τρίτων με την εταιρία, οι οποίοι συναλλάχθηκαν μαζί της γνωρίζοντας αυτή ότι βρίσκεται υπό συγκεκριμένο νομικό καθεστώς και διατηρώντας την εύλογη πεποίθηση, πως αυτό δε θα μεταβληθεί χωρίς τη συγκατάθεση τους. Η εμπιστοσύνη τους αυτή στηρίζεται στο θεμελιώδη κανόνα της απαγόρευσης της μεταβολής του προσώπου του οφειλέτη χωρίς τη συναίνεση του δανειστή (άθρ. 471 ΑΚ).
Η μετατροπή της εταιρίας, παρότι αυτή διατηρεί την νομική και οικονομική της ταυτότητα, επηρεάζει τα βασικά εκείνα στοιχεία της, που συνιστούν τον συγκεκριμένο νομικό τύπο, μεταβάλλοντας, για παράδειγμα, τον τρόπο ευθύνης των εταίρων, τη δομή ή τη λειτουργία της. Προστασίας χρήζουν οι δανειστές της εταιρίας, οι ενοχικές απαιτήσεις των οποίων είχαν γεννηθεί πριν τη συντέλεση της μετατροπής, ακόμη και αν δεν είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες. Οι δανειστές με εμπράγματη αξίωση, αντιθέτως, προστατεύονται επαρκώς από το δικαίωμα τους, ώστε να μην απαιτούνται στην περίπτωση αυτή επιπλέον εχέγγυα προστασίας .
Ο νομοθέτης, ως εκ τούτου, στην προσπάθεια του να υπερκεράσει τον κίνδυνο για τις απαιτήσεις των τρίτων, κατά τη θέσπιση διατάξεων για τη μετατροπή των εταιριών, περιλαμβάνει ρυθμίσεις, που αφορούν την προστασία των δανειστών της εταιρίας, παρέχοντας τις απαραίτητες εγγυήσεις εξασφάλισης, δεδομένου ότι η συγκατάθεση τους δεν αποτελεί προϋπόθεση της έγκυρης συντέλεσης της μετατροπής.
Στη μετατροπή, συγκεκριμένα, των προσωπικών εταιριών σε κεφαλαιουχικές (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε) ή σε προσωπικές άλλου τύπου (π.χ. ομόρρυθμης σε ετερόρρυθμη), η προσωπική ευθύνη των εταίρων παραμένει αμετάβλητη για τα υφιστάμενη χρέη της εταιρίας , οι οποίοι συνεχίζουν να ευθύνονται προσωπικώς και απεριόριστα (ή περιορισμένα) επί πέντε έτη μετά τη συντέλεση της μετατροπής (άρθρο 269 Ν 4072/2012), ενώ στην περίπτωση που μετατρέπονται σε κεφαλαιουχικές, οι δανειστές διαθέτουν και την πρόσθετη εγγύηση του εταιρικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση δε που μετατρέπονται σε Ι.Κ.Ε., πέραν της ρητής καθιέρωσης της προσωπικής ευθύνης των εταίρων επί πενταετία για τα υφιστάμενη χρέη, οι δανειστές δύνανται, επιπλέον, να προβάλουν αντιρρήσεις επί της μετατροπής, ώστε να ανακόψουν την, εις βάρος των συμφερόντων τους, συντέλεση της (άρθρ. 107 Ν. 4072/2012).
Thomas Kalokiris