Μέσα στην έρημο του χρόνου,
αντικατοπτρισμός στα μάτια σου μια όαση αθανασίας.
Διψάς δε πίνεις;
Για εκείνους που παλεύουν δίχως όραμα μιλάω.
Μέσα στο λιμάνι του ορθολογισμού,
επιβάτες στο πλοίο της μυσταγωγίας,
λίγες λέξεις μισές και μερικά σκόρπια οράματα.
Βυθίζονται δε βλέπεις;
Για εκείνους που κοιτάν χωρίς να βλέπουν μιλάω.
Χάθηκες άνθρωπε;
Μια άδεια καρέκλα περιμένει.
Δεν ήρθες στο ραντεβού σου.
Πώς θα πράξεις δίχως να συμβουλευτείς τα όνειρα;
Για εκείνους που γνωρίζουν χωρίς να μαθαίνουν μιλάω.
Στο κολλητό της τζιν & στα μάτια της που καίνε.
Στο χαμόγελο της που σε σκεπάζει ολόκληρο,
όταν γυμνός τα βάζεις με τον κόσμο.
Στα κατάξανθα μαλλιά,
& σ’ αυτά που είναι & που δε θέλεις τίποτ’ άλλο.
Σ’ αυτά δε προσεύχεσαι;
Αν όχι, δεν έχεις μάθει να πιστεύεις.
Για εκείνους που αγάπησαν δίχως να ερωτευτούν μιλάω.
Κρυμμένη μέσα στο ημίφως η σκοτεινή στιγμή.
Πρόσεξε θα σε τυλίξει.
Ανάβεις φως, γελάς.
Τι θα γίνει- αναρωτήθηκες- όταν το σβήσεις;
Για εκείνους που κρύβονται χωρίς να θέλουν μιλάω.
Δάσκαλε, άκου.
Είμαι ο μαθητής σου.
Ο παθών, εγώ.
Που παλεύω χωρίς να πιστεύω.
Που κοιτάω χωρίς να βλέπω.
Που γνωρίζω χωρίς να μαθαίνω.
Που αγάπησα χωρίς να ερωτευτώ.
Που κρύβομαι κι ας μη το θέλω.
Τι να κάνω;
Μέσα στο ημίφως μιλάει ακόμη & η σιωπή.
Συμβουλεύει πώς να απολαύσεις αυτήν την πέρα όχθη.
Κοίτα να δεις.
Κι εγώ που νόμιζα πώς χάθηκα.