The Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αριθ. 4326/2025 Απόφασή του, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το γραφείο μας, έκανε δεκτή την Έφεσή μας και ακύρωσε διαταγή πληρωμής, αποδεχόμενο τον λόγο ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ).
Ειδικότερα, έκρινε ότι, λόγω πράξεων και παραλείψεων της καθ’ ης, η οφειλή επιβαρύνθηκε με το επιπλέον ποσό των 64.078,07 ευρώ (τόκοι), με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησης από την ανακόπτουσα.
Στο σκεπτικό του, το Δικαστήριο επισήμανε:
«Το ανωτέρω αποτέλεσμα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της καθ’ ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας, η οποία, ενώ όφειλε και μπορούσε να ικανοποιήσει την καταταγείσα απαίτησή της με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους τρόπους, αδράνησε αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα (13 έτη). Η αδράνεια αυτή, προϊόν βαριάς αμέλειας, συνιστά προφανή υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθώ퓨.
Ακολουθεί το σώμα της υπ’ αριθ. 4236/2025 Απόφασης του Εφετείου Αθηνών
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός απόφασης 4236 / 2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(130 Τμήμα – Ενοχικό)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αντώνιο Κουρτόγλου, Εφέτη, τον οποίο όρισε
το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την 20η Φεβρουαρίου 2025, για να
δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκκαλούσας : ….. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Θωμά
Καλοκύρη (ΑΜ ΔΣΑ 11982), με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
……………..
Η ανακόπτουσα (ήδη εκκαλούσα) με την από 7-9-2019 (αριθ. κατάθ. Γ.Α.Κ.85651/7-10-2Ο19 και Ε.Α.Κ. 7571/7-10-2Ο19) ανακοπή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της καθ” ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητης), αιτήθηκε όσα αναφέρονται σ” αυτή. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5490/2023 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, όπως αυτή
διορθώθηκε με την υπ, αριθμ. 11401/2023 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο,
δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απέρριψε την ανακοπή.Την παραπάνω απόφαση εκκαλεί η ανακόπτουσα (ήδη εκκαλούσα) με την από 16-1-2024 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία έχει κατατεθεί στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. 5789/ 17-1-2024 και Ε.Α.Κ. 362/17-1-2024 και με Γ.Α.Κ. 615/ 18-1-2024 και Ε.Α.Κ. 467/ 18-1-2024 στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου. Η συζήτηση της έφεσης ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου της υπόθεσης,
που εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων παραστάθηκαν, όπως παραπάνω αναφέρεται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚ0ΓΡΑΦΙΑ
THINK AGAINST THE LAW
[….] Η ανακόπτουσα με την από 7-9-2019 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 85651/7571/7-10-2019
ανακοπή της κατά της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε την ακύρωση της υπ’ αριθ. 7429/2019
διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την
οποία αυτή επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ, ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική
εταιρία, εντόκως από 15-7-2018 και μέχρις εξοφλήσεως, το ποσό των 95.667,67
ευρώ, για απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή κατ, αυτής, απορρέουσα από την από 18-
2-1994 σύµβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια
και να καταδικασθεί η καθ” ης η ανακοπή σε καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ αριθ. 5490/2023 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ, αριθ μ. 11401/2023 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία αυτό απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.
Ήδη με την υπό κρίση έφεση η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται κατά της εκκαλουµένης
αποφάσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των
αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή, να
ακυρωθεί η υπ9 αριθ. 7427/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών και να καταδικασθεί καθ” ης και ήδη εφεσίβλητη στην
καταβολή της δικαστικής της δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και
επικαλούνται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 18-
2-1994 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης
τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……και των …………. ανακόπτουσας και ήδη
εκκαλούσας, η πρώτη χορήγησε στον πρώτο των ανωτέρω πρωτοφειλέτη
τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ποσού 12.000.000 δραχμών, διεπόμενο από τους ειδικότερους
όρους και συμφωνίες που ενσωματώνονται στην άνω σύμβαση. Την εμπρόθεσμη και
προσήκουσα εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης αποτελούμενου
από κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες και επιβαρύνσεις με έξοδα από την σύµβαση
πίστωσης εγγυήθηκε, ανεπιφύλακτα, η ανακόπτουσα, οι οποία παραιτήθηκε των
δικαιωµάτων και ενστάσεων των άρθρων 853, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 ΑΚ.
Για την εξασφάλιση της απαιτήσεως της δανείστριας ενεγράφη από την τελευταία,
δυνάμει της υπ’ αριθμ. 210/ 1994 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, προσημείωση υποθήκης, μέχρι του ποσού των 15.600.000 δραχμών, επί ενός ακινήτου …… συνιδιοκτησίας κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή των ανωτέρω πρωτοφειλέτη και εγγυήτριας. Εν συνεχεία, δυνάμει της υπ” αριθμ. απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών,
εγκρίθηκε η συγχώνευση των ανωνύμων εταιρειών «….», με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, στην οποία (πρώτη – καθ” ης η ανακοπή) μεταβιβάστηκαν, μεταξύ άλλων τα δικαιώματα
και υποχρεώσεις από την ανωτέρω σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Ακολούθως,
οι τραπεζικές εταιρείες, για την ικανοποίηση
απαιτήσεών τους κατά των παραπάνω πρωτοφειλέτη και εγγυήτριας αντίστοιχα,
κατάσχεσαν αναγκαστικά το ανωτέρω προσημειωμένο ακίνητο αυτών, το οποίο κατά
τον διενεργηθέντα την 27-9-2006 πλειστηριασμό, κατακυρώθηκε στον τελευταίο
υπερθεματιστή , αντί επιτευχθέντος πλειστηριάσματος 64.800 ευρώ. Στον ως άνω πλειστηριασμό η καθ” ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία ανήγγειλε νόμιμα τις, κατά το χρόνο εκείνο, συνολικές απαιτήσεις της κατά του πρωτοφειλέτη της από την ανωτέρω σύμβαση δανείου, οι οποίες
ανέρχονταν στο ποσό των 39.305,66 ευρώ. Η επί του του πλειστηριασμού υπάλληλος
Συμβολαιογράφος ……………., αφού έλαβε υπόψη της το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεων και αφού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα των 64.800 ευρώ, το ποσό των 9.127,55 ευρώ ως εξόδων εκτέλεσης, (απομένοντος υπολοίπου ποσού 55.672,55 ευρώ) συνέταξε τους υπ’ αριθµ. 16.948/27-10-2006 και 16.949/27-10-2006 πίνακες κατάταξης διανομής πλειστηριάσματος, βάσει των
οποίων η καθ, ης η ανακοπή τράπεζα κατατάχθηκε προνομιακά και τυχαία υπό την
αίρεση τελεσίδικης επιδικάσεως της αναγγελθείσας απαιτήσεώς της για το ποσό των
39.538,30 ευρώ.
Κατά των παραπάνω πινάκων κατάταξης δεν ασκήθηκαν ανακοπές
και συνεπώς αυτοί (πίνακες) κατέστησαν οριστικοί και εκτελεστοί. Ακολούθως, και
επειδή ο πρωτοφειλέτης και η ανακόπτουσα εγγυήτρια δεν εκπλήρωναν τις εκ νόμου
υποχρεώσεις τους καταβάλλοντας τα οφειλόμενα ληξιπρόθεσμα ποσά, η καθό ης η
ανακοπή τραπεζική εταιρεία επέδωσε την 21-1-2019 στην ανακόπτουσα την από 7-1-
2019 επιστολή της με την οποία, αφού της
δήλωνε ότι είχε ήδη από την 8-11-2006 προβεί σε καταγγελία της ως άνω σύμβασης
δανείου και στο οριστικό κλείσιμο του ανοιχθέντος και τηρηθέντος για την
παρακολούθηση αυτού (δανείου) υπ’ αριθμ. 07810314240128 λογαριασμού (με
χρεωστικό υπόλοιπο κατά τον χρόνο της καταγγελίας 39.080,40 ευρώ), την κάλεσε να
της καταβάλλει το κατά την 7-1-2019 χρεωστικό υπόλοιπο της άνω δανειακής
σύμβασης, που ανερχόταν στο ποσό των 99.290,51 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω, η
καθ” ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία με την από 28-6-2019 αίτησή της προς τον
Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε και πέτυχε την έκδοση σε
βάρος της ανακόπτουσας τη υπ, αριθμ. 7427/2019 διαταγής πληρωμής του πιο πάνω
Δικαστή, με τη οποία υποχρεώθηκε αυτή (ανακόπτουσα) να καταβάλει στην καθ, ης
η ανακοπή το συνολικό ποσό των 95.667,67 ευρώ, νομιμοτόκως με το ισχύον
συµβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των ληξιπρόθεσμων και
ανεξόφλητων τόκων από 15-7-2018 µέχρι εξοφλήσεως.
Με το άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνεται η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την
έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος
καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή
πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να
προκύπτει από την προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή
από την πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε, ή από τις περιστάσεις, που
μεσολάβησαν, ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη
γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την
άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού
ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και
προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί
καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη
συ μπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα
ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.
Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε
υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συµπεριφορά
του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που
απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να
προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του
δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν
υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να
καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να
συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που
τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές
συνθήκες και διατηρήθηκε επί µακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με
την παραπάνω διάταξη ΑΚ 281. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον
δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης, προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το
ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς
για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες
συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση
της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας,
δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή
δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του
υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς, απλώς, επιπτώσεις στα συμφέροντά του
(ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 5/2011, Ολ ΑΠ 7/2002, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 207/2014, ΜΕφΠειρ
375/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος
στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν
αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να
συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει
στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο
αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την
είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού
συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της
οποίας αυτός ελεύθερα κατ” αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη
περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώ ματος (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΘεσσ 459/2011, ΕφΘεσσ 1027/2010, ΕφΛαρ 298/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεώς της, όπως το περιεχόμενο του
επιτρεπτώς εκτιμάται από το Δικαστήριο αυτό, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα
πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για την κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και πλημμελή αιτιολογία εκ μέρους του
πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου, απόρριψη του ως άνω λόγου της ανακοπής της ως νόμω
αβάσιμου. Με τον πιο πάνω λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η
καθ” ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της για την
έκδοση της διαταγής πληρωµής, διότι αυτή από δόλο, άλλως από βαριά αμέλεια
παρέλειψε να προβεί στις δικαιούµενες κατά νόμο ενέργειες για την ικανοποίηση της
απαιτήσεώς της και ειδικότερα παρέλειψε αφενός να εισπράξει την καταταγείσα
απαίτησή της με την κατάθεση εγγυητικής επιστολής στην επί του πλειστηριασμού
υπάλληλο Συμβολαιογράφο και να αναλάβει στη συνέχεια το ποσό για το οποίο
κατετάγη, το οποίο σημειωτέον κάλυπτε το σύνολο της αναγγελθείσας απαιτήσεώς
της, αφετέρου να αιτηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής (δεδομένου ότι είχε ήδη
προβεί σε καταγγελία της συβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου) για την επιδίκαση
του ποσού της τυχαίας κατάταξής της, προκειμένου μετά την τελεσιδικία της
διαταγής πληρωμής να επέλθει η πλήρωση της αίρεσης και η οριστική της κατάταξη
στους συναχθέντες πίνακες κατάταξης, για την κατά τον χρόνο εκείνο απαίτησή της,
ύψους 39.53 8,30 ευρώ, αλλά αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής 13 έτη μετά
και για το ποσό των 95.667,67 ευρώ, ήτοι επιβαρύνοντας την οφειλή της με τόκους
της χρονικής περιόδου από 26-10-2006 μέχρι 14-7-2018, ποσού 64.078,07 ευρώ. Ότι η εν λόγω αδράνεια της καθ’ ης η ανακοπή καθ, όλο για το ανωτέρω χρονικό διάστημα (των 13 ετών) να προβεί στην έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, δημιούργησε ευλόγως στην ίδια (ανακόπτουσα), την πεποίθηση ότι η καθ, ης η ανακοπή δεν θα αναζητούσε το παραπάνω επιπλέον ποσό των τόκων (64.078,Ο7 ευρώ), ως προς το οποίο η ασκηθείσα απαίτησή της είναι καταχρηστική.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, πρέπει δε να γίνει δεκτός ως βάσιμος και
κατ’ ουσία, διότι από τα αποδειχθέντα άνω περιστατικά προέκυψε πράγματι ο
καταχρηστικός χαρακτήρας της συμπεριφοράς της καθ, η ης η ανακοπή. Πλέον
συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι ενώ η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία, μετά
την καταγγελία την 8-11-2006 της ένδικης συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου και
το οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντος για την παρακολούθηση αυτής λογαριασμού με
χρεωστικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο το ποσό των 39.08Ο,40 ευρώ, αναγγέλθηκε
νομίμως στον διενεργηθέντα πλειστηριασμό του αναγκαστικά κατασχεθέντος
ακινήτου, συνιδιοκτησίας του δανειολήπτη – πρωτοφειλέτη αυτής…… και της ανακόπτουσας – εγγυήτριας, κατά ποσοστό 50% έκαστου εξ αυτών, για την κατά των τελευταίων απαίτησή της, ύψους 39.305,66 ευρώ και κατατάχθηκε προνομιακά και τυχαία (ως προσημειούχος πιστώτρια) στους
συνταχθέντες πίνακες κατάταξης για το ποσό των 39.538,30 ευρώ, ήτοι για το σύνολο
της αναγγελθείσας απαίτησής της, υπό τον αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεως της
άνω απαιτήσεώς της, εντούτοις παρέλειψε αδικαιολόγητα και για μεγάλο χρονικό
διάστημα να προβεί στις δικαιούμενες κατά το νόμο ενέργειες για την είσπραξη του
ανωτέρω ποσού της απαιτήσεώς της.
Ειδικότερα, η καθ’ ης η ανακοπή παρέλειψε να
προβεί είτε στην είσπραξη της καταταγείσας απαιτήσεώς της με την κατάθεση
ισόποσης τραπεζικής εγγυητικής επιστολής στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο,
ως είχε σχετικό εκ του νόμου δικαίωμα (βάσει των διατάξεων των άρθρων 6 Ν.Δ. 4001/1959 και 978 παρ.1 ΚΠολΔ), μη αποδεικνυομένου ως βάσιμου του προβαλλομένου με τις προτάσεις της ισχυρισμού της περί καταθέσεως από αυτήν
εγγυητικής επιστολής, που όμως δεν έγινε δεκτή από την υπάλληλο του
πλειστηριασμού συμβολαιογράφο, ισχυρισμός που ουδόλως προέκυψε από
οποιοδήποτε στοιχείο της αποδεικτικής διαδικασίας, είτε να καταστήσει οριστική την
ανωτέρω κατάταξή της με την επιδίκαση ή αναγνώριση της αβέβαιης (υπό αίρεση)
απαιτήσεώς της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση σε δίκη μεταξύ αυτής και των
οφειλετών της (πρωτοφειλέτη και εγγυήτριας) ή με την απόκτηση ισχύος
δεδικασμένου διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για την πληρωμής της (απαιτήσεως)
δηλ. με την τελεσίδικη απόρριψη ανακοπής των άνω οφειλετών της επί της ουσίας ή
μη άσκηση τέτοιων ανακοπών κατ, άρθρα 632, 633 ΚΠολΔ από τους τελευταίους
(βλ. Κιουπτσίδου-Στρατάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, σελ.
538 επ.), αλλά αιτήθηκε το πρώτον την έκδοση διαταγής πληρωμής 13 σχεδόν έτη
μετά την κατάταξή της, με την κατάθεση της από 28-6-2019 αιτήσεως της προς τον
Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η
ανακοπτόμενη υπ, αριθμ. 7427/2019 διαταγή πληρωμής του πιο πάνω Δικαστή.
Συνεπεία των ανωτέρω ήταν να επιβαρυνθεί η οφειλή της ανακόπτουσας από την
ένδικη σύμβαση δανείου με το επιπλέον ποσό των 64.078,Ο7 ευρώ, που αφορά
τόκους της περιόδου από 26-10-2006 µέχρι 14-7-2018 (όπως προκύπτει από το
προσκομιζόμενο από την καθ, ης η ανακοπή απόσπασµα του υπ, αριθμ.
λογαριασμού της συμβάσεως) και να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησης
της καθ” ης η ανακοπή από την ανακόπτουσα.
Το ως άνω δε αποτέλεσμα οφείλεται
σε αποκλειστική υπαιτιότητα της καθ’ ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας, η οποία
ενώ όφειλε και μπορούσε να αναλάβει το ποσό της καταταγείσας απαιτήσεώς της με οποιονδήποτε από τους παραπάνω τρόπους, εντούτοις από βαριά αμέλεια της και ενεργώντας κατά προφανή υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών
συναλλακτικών ηθών, αδράνησε αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα (13
έτη) να ασκήσει οποιοδήποτε από τα ανωτέρω νόμιμα δικαιώματά της, χωρίς μάλιστα
οποιαδήποτε στο μεταξύ χρόνο ενημέρωση της ανακόπτουσας εγγυήτριας για την
πορεία της δανειακής σύμβασης, δημιουργώντας σε αυτήν την πεποίθηση ότι με τον
πλειστηριασµό του ακινήτου της ιδίας και του πρωτοφειλέτη και την κατάταξη της
καθ’ ης η ανακοπή για το προαναφερόμενο αναγγελθέν ποσό, το οποίο υπερκάλυπτε
την υφιστάμενη κατά το χρόνο εκείνο απαίτησή της, είχε εξοφληθεί πλήρως η οφειλή
της από την ένδικη σύμβαση δανείου και ουδεμία άλλη υποχρέωση είχε εξ αυτής.
Σημειώνεται ότι η ανακόπτουσα πληροφορήθηκε το πρώτον από την καθ, ης η
ανακοπή την ύπαρξη της απαιτήσεως της τελευταίας κατ” αυτής από την επίδικη
δανεική σύμβαση, ύψους 99,29Ο,51 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, με την λήψη της
από 7-1-2019 επιστολής της καθ, ης η ανακοπή, η οποία ακολούθως, παρά τις
αντιρρήσεις της ανακόπτουσας για την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής της,
ενεργώντας όλως καταχρηστικώς, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, προέβη στην
έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει
να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν ο σχετικός δεύτερος λόγος της ανακοπής,
ενώ μετά την παραδοχή αυτού παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της ανακοπής.
Μετά ταύτα πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ” ουσίαν βάσιμη, να
εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικασθεί
από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή ως βάσιμη και
κατ, ουσίαν και να ακυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, κατά τα ειδικότερα
οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του
καταβληθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα – ανακόπτουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμιµηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής ( άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓ0ΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Judges opposition of the parties.
Δέχεται τυπικά και κατ, ουσία την από 16-1-2024 και με αριθμό κατάθεσης
ενδίκου μέσου Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 5789/362/17-1-2024 έφεση κατά της υπ, αριθ.
5490/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αυτή
διορθώθηκε με την υπ” αριθμ. 11401/2023 απόφαση του ιδίου άνω Δικαστηρίου.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος υπ* αριθ.
63288193795405290081/2023 παραβόλου (6-παράβολο) στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την υπ, αριθμ. 5490/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ αριθμ. 11401/2023
απόφαση του ιδίου άνω Δικαστηρίου.
Κρατεί και δικάζει κατ, ουσίαν την από 7-9-2019, με Γ.Α.Κ. 85651/7-10-2019
και Ε.Α.Κ. 7571/7-10-2019 ανακοπή.
Δέχεται την ως άνω ανακοπή.
Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 7427/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Συμψηφίζει στο σύνολό της μεταξύ των ως άνω διαδίκων τη δικαστική δαπάνη
και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Kalokyris Thomas
Supreme Court Lawyer