Als nächstes kommt die Nr. 775/2020 Απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών – επί μιας ακόμη υποθέσεως που χειρίστηκε επιτυχώς το γραφείο μας – η οποία ακύρωσε Διαταγή Πληρωμής που εξέδωσε τράπεζα στο Δικαστήριο της Αθήνας, κατ’ εφαρμογή σχετικού όρου παρέκτασης αρμοδιότητας στη δανειακή σύμβαση, παρότι η πιστούχος ήταν μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, δεχόμενη ότι:
“με τον όρο αυτό, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όπως απαιτείται κατά το αρθρ. 42 ΚΠολΔ, δημιουργείται σημαντική ανισορροπία σε βάρος της ανακόπτουσας μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Και τούτο, διότι αφενός μεν η ανακόπτουσα κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης ήταν (και εξακολουθεί και είναι) μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, ήτοι σε εμφανώς απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα του παρόντος Δικαστηρίου και, συνεπώς, η δυσχέρεια που αντιμετωπίζει στο να παραστεί στο Δικαστήριο αυτό είναι αυτονόητη και δεδομένη, δυνάμενη να την αποθαρρύνει και να την οδηγήσει ακόμα και σε παραίτηση από την υπεράσπισή της, σε συνδυασμό και με τα έξοδα μετακίνησης που απαιτούνται από τον ένα τόπο στον άλλο. Αφετέρου, η επιλογή της καθ’ ης τράπεζα να επιλέξει το Δικαστήριο των Αθηνών, ήτοι της έδρας της, και να αποκλείσει το Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, ήτοι το Δικαστήριο της κατοικίας της ανακόπτουσας, του τόπου κατάρτισης της σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής και του τόπου εκπλήρωσης της παροχής – ο οποίος, με βάση τις περιστάσεις και την φύση της ενοχικής σχέσης (ΑΚ 320), συνάγεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι είναι επίσης η Θεσσαλονίκη, εφόσον οι κάτοχοι των πιστωτικών προϊόντων εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις σε υποκαταστήματα της τράπεζας του τόπου κατοικίας τους και προφανώς δεν μεταβαίνουν στην έδρα του κεντρικού καταστήματος της πιστούχου τράπεζας – είναι επιλογή αυθαίρετη, εφόσον γίνεται χωρίς να υφίσταται κάποιο εύλογο προς τούτο συμφέρον της, δεδομένου ότι η οργάνωση της νομικής υποστήριξης της και στη Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί δυσχερής, λαμβανομένου υπόψη κυρίως του οικονομικού μεγέθους της καθ’ ης τράπεζας και την δυνατότητα της να έχει αξιόλογη νομική παράσταση σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής“.
Αριθμός Απόφασης 775/2020
Το Ειρηνοδικείο Αθηνών
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Νικόλαο Τσαγκαράκη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία και της Γραμματέως Δήμητρας Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Ιουλίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
‘ Α. Της ανακόπτουσας: …………….
Της καθ’ ης η ανακοπή: …………….
Β. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …………….
Της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….
Της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση: …………….
Α. Η ανακόπτουσα με την από 10-10-2017 ανακοπή της, που νόμιμα κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο και καταχωρήθηκε στα αρμόδια βιβλία με ΓΑΚ 52081/2017 και ΕΑΚ 1497/2017 ζήτησε τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Για την ανακοπή αυτή με την από 10-10-2017 πράξη της Γραμματέως ορίστηκε ημέρα συζήτησης η 18-12-2017 και μετά από νόμιμες αναβολές η 18-3-2020, ημερομηνία κατά την οποία η συζήτήση της ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για υγειονομικούς λόγους. Η παρούσα υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση οίκοθεν, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ ΑΊ04/30-5-2020). Β. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 20-2-2020 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, που νόμιμα κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο και καταχωρήθηκε στα αρμόδια βιβλία με ΓΑΚ 10924/2020 και ΕΑΚ 318/2020 ζήτησε τα όσα αναφέρονται σε αυτήν.Για την αυτοτελή αυτή πρόσθετη παρέμβαση με την από 12-2-2020 πράξη της Γραμματέως ορίστηκε ημέρα συζήτησης η 18-3-2020, ημερομηνία κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για υγειονομικούς λόγους. Η παρούσα υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση οίκοθεν, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ ΑΊ04/30-5-2020).
Studieren Sie die Literatur
GEDACHT NACH DEM GESETZ
Με την κρινόμενη ανακοπή, η συζήτηση της οποίας κατά την δικάσιμο της 18-3-2020 ματαιώθηκε, λόγω αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για υγειονομικούς λόγους (πανδημία του ιού covid-19), και επανεισήχθη προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο οίκοθεν, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ A’ 104/30-5-2020), και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν επιδιώκεται να ακυρωθεί η με αριθμό 15569/2017 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών. [……] Από το σύνολο των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων εγγράφων, δημόσιων και ιδιωτικών, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη για άμεση απόδειξη και άλλα για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρα 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν πλήρως τα κάτωθι:
Η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία επέδωσε στην ανακόπτουσα αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό 15569/2017 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία τον επιτάσσει να της καταβάλει το ποσό των 6.497,68 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ενώ δικαιούχος της απαίτησης τυγχάνει πλέον η εταιρεία με την επωνυμία ……. λόγω ειδικής διαδοχής. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση την από 20-5-2008 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και τις μεταγενέστερες τέσσερις πρόσθετες πράξεις αυτής. Λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών της ανακόπτουσας, η καθ’ ης προέβη σε εξώδικη καταγγελία της σύμβασης, που επιδόθηκε νομότυπα στην αντίδικο της, με την οποία η καθ’ ης κατήγγειλε την σύμβαση και καλούσε ταυτόχρονα την ανακόπτουσα να καταβάλει το σύνολο της οφειλής, δηλαδή το ως την ημερομηνία εκείνη ληξιπρόθεσμο ποσό, πλέον τόκων και εξόδων. Περαιτέρω, ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα του Ειρηνοδίκη επί αιτήσεως εκδόσεως διαταγών πληρωμής εφαρμόζονται τα άρθρα 22, 23, 25 § 2 και 33 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ως προς την συντρέχουσα ειδική δωσιδικία της συμβάσεως (άρθρο 33 ΚΠολΔ) σημειώνεται ότι οι διαφορές από τα δικαιώματα εκ δικαιοπραξίας μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται ο τόπος καταρτίσεως της δικαιοπραξίας ή ο τόπος που πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 43 ΚΠολΔ, η συμφωνία των διαδίκων, με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, απ’ την οποία θα προέλθουν οι διαφορές.
Πλην όμως, η ρήτρα περιεχόμενη σε ΓΟΣ τράπεζας, η οποία έχει ως αντικείμενο την απονομή αρμοδιότητας για όλες τις διαφορές, που θα προκόψουν από τη σύμβαση δανείου, που συνάπτει τράπεζα με τον πελάτη της, στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της τράπεζας, επιβάλλει στον πελάτη – καταναλωτή την υποχρέωση να υπαχθεί στην αρμοδιότητα δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι απομακρυσμένο από τον τόπο της κατοικίας του. Τούτο, μπορεί να καταστήσει δυσχερή την παράσταση του πελάτη ενώπιον του δικαστηρίου και, τελικώς, να τον αποθαρρύνουν και να τον οδηγήσουν σε παραίτηση από την υπεράσπισή του, ιδίως επί διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά και πελάτες που κατοικούν σε απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα της τράπεζας και τους οποίους (πελάτες) πρέπει, κυρίως, να έχει υπόψη του το δικαστήριο, αφού οι πελάτες της κατηγορίας αυτής είναι εκείνοι που επηρεάζονται δυσμενώς από μία τέτοια ρήτρα, δεδομένου ότι τα έξοδα που απαιτούνται μπορούν να τον οδηγήσουν στην ανωτέρω παραίτηση της υπεράσπισής του. Αντιθέτως, τέτοια ρήτρα επιτρέπει στον χρήστη των ΓΟΣ (τράπεζα) να συγκεντρώνει κατά τρόπο λιγότερο δαπανηρό το σύνολο των διαφορών που αφορούν την δραστηριότητα του στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα του ή ακόμη του δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει εντελώς αυθαίρετα το δικαστήριο, το οποίο προσιδιάζει στα συμφέροντα του, επειδή λόγου χάρη του δίνει πλεονέκτημα ως προς τον προσδιορισμό της δικασίμου, πλην όμως το δικαστήριο αυτό, δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με την υπό κρίση διαφορά. Μία τέτοια ρήτρα παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, που περιλαμβάνεται σε σύμβαση τράπεζας και πελάτη της χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όπως απαιτείται κατά το αρθρ. 42 ΚΠολΔ και η οποία απονέμει αρμοδιότητα σε ορισμένα δικαστήρια, τα οποία εξυπηρετούν αποκλειστικά τα συμφέροντα της τράπεζας, θεωρείται καταχρηστική και συνεπώς άκυρη κατά το αρθρ. 2 § 6 του ν. 2251/1994, εφόσον, χωρίς ν’ ανταποκρίνεται σε εύλογο συμφέρον του προμηθευτή, δημιουργεί, παρά τις αρχές της καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (ΑΠ 1219/ 2001, Νόμος, ΑΠ1030/01, ΕφΔ 109/2007, Νόμος, ΕφΠατ 501/2004, ΑχΝομ 2005. 397, ΕφΠειρ 931/ 1996 ΕΕμπΔ 1997. (51), ΕφΘ 1687/2011, ΕΕμπΔ 2011. 1104, ΕΕμπΔ 2012/389, ΜΠρΘ 8007/2001, Αρμ 2002. 747 και ΕιρΠειρ 961/2013, Νόμος). Το παρόν Δικαστήριο, κρίνει ότι η παραπάνω ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή συντελείται και στην συνομολόγηση ρήτρας συντρέχουσας αρμοδιότητας περισσότερων του ενός δικαστηρίων, καθώς και πάλι η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης, αλλά τυχόν άρνηση του καταναλωτή να τη συνομολογήσει, ματαιώνει τη σύναψη της σύμβασης. Εξάλλου και στην περίπτωση αυτή, διαταράσσεται κατά τον ίδιο τρόπο η ισορροπία των μερών, καθότι ο προμηθευτής (τράπεζα) επιλέγει, κατά τρόπο αυθαίρετο και στην ουσία καταστρατηγώντας τις διατάξεις για τον φυσικό δικαστή, το δικαστήριο, το οποίο αρμόζει στα συμφέροντά του και εξυπηρετεί απόλυτα τις ανάγκες του.
Περαιτέρω, η ανακόπτουσα με τον 7° λόγο ανακοπής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή εξεδόθη από τοπικά αναρμόδιο δικαστή (Ειρηνοδίκη Αθηνών), εφόσον η σχετική ρήτρα παρέκτασης της αρμοδιότητας είναι άκυρη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στον λόγο αυτό.
Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στην ανωτέρω διάταξη και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική του βασιμότητα. Από το σύνολο του ως άνω προσκομιζόμενου αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι δυνάμει συμβατικού όρου κατέστη συναρμόδιο κατά τόπο και το παρόν Δικαστήριο για κάθε διαφορά που θα προκόψει από την σύμβαση αυτή. Πλην όμως, με τον όρο αυτό, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όπως απαιτείται κατά το αρθρ. 42 ΚΠολΔ, δημιουργείται σημαντική ανισορροπία σε βάρος της ανακόπτουσας μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Και τούτο, διότι αφενός μεν η ανακόπτουσα κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης ήταν (και εξακολουθεί και είναι) μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, ήτοι σε εμφανώς απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα του παρόντος Δικαστηρίου και, συνεπώς, η δυσχέρεια που αντιμετωπίζει στο να παραστεί στο Δικαστήριο αυτό είναι αυτονόητη και δεδομένη, δυνάμενη να την αποθαρρύνει και να την οδηγήσει ακόμα και σε παραίτηση από την υπεράσπισή της, σε συνδυασμό και με τα έξοδα μετακίνησης που απαιτούνται από τον ένα τόπο στον άλλο. Αφετέρου, η επιλογή της καθ’ ης τράπεζα να επιλέξει το Δικαστήριο των Αθηνών, ήτοι της έδρας της, και να αποκλείσει το Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, ήτοι το Δικαστήριο της κατοικίας της ανακόπτουσας, του τόπου κατάρτισης της σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής και του τόπου εκπλήρωσης της παροχής – ο οποίος, με βάση τις περιστάσεις και την φύση της ενοχικής σχέσης (ΑΚ 320), συνάγεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι είναι επίσης η Θεσσαλονίκη, εφόσον οι κάτοχοι των πιστωτικών προϊόντων εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις σε υποκαταστήματα της τράπεζας του τόπου κατοικίας τους και προφανώς δεν μεταβαίνουν στην έδρα του κεντρικού καταστήματος της πιστούχου τράπεζας – είναι επιλογή αυθαίρετη, εφόσον γίνεται χωρίς να υφίσταται κάποιο εύλογο προς τούτο συμφέρον της, δεδομένου ότι η οργάνωση της νομικής υποστήριξης της και στη Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί δυσχερής, λαμβανομένου υπόψη κυρίως του οικονομικού μεγέθους της καθ’ ης τράπεζας και την δυνατότητα της να έχει αξιόλογη νομική παράσταση σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Συνεπώς, ο σχετικός όρος με βάση τον οποίο καθίσταται τοπικά αρμόδιος ο Δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου για να εκδώσει την επίδικο διαταγή πληρωμής, και ο οποίος χωρίς τον σχετικό όρο δεν θα είχε τέτοια αρμοδιότητα, σύμφωνα με τα προειρημένα, δημιουργεί σημαντική ανισορροπία σε βάρος της ανακόπτουσας και αντίκειται στην § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994.
Συνεπώς, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο σχετικός λόγος πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος – και, επομένως, καθίσταται περιττή η εξέταση των λοιπών λόγων – και η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, της ανακόπτουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν κατά ίσα μέρη σε βάρος της καθ’ ης και της προσθέτως παρεμβαίνουσας (άρθρα 182 § 3,180 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
AUS DIESEN GRÜNDEN
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την ανακοπή και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Απορρίπτει την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Er nimmt den Einspruch an.
Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 15569/2017 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών.
Καταδικάζει την καθ’ ης και την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα να πληρώσουν κατά ίσα μέρη τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια σαράντα (340) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 -7-2020.