“Όταν ο Σωκράτης ρωτά τον Πολέμαρχο τι είναι δικαιοσύνη, εκείνος απαντά: δικαιοσύνη είναι να λέει κανείς την αλήθεια και να αποδίδει στον καθένα ό,τι πάρει από αυτόν. Ο Σωκράτης, όμως, μέσω της μαιευτικής μεθόδου ασκεί δριμεία κριτική στην άποψη αυτή αναδεικνύοντας τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, επισημαίνει, δικαιοσύνη είναι να είσαι καλός με τους φίλους και κακός με τους εχθρούς. Ποιος, όμως, εγγυάται ότι ο άνθρωπος είναι αντικειμενικός, όταν προσδίδει σε κάποιον το χαρακτηρισμό του φίλου ή του εχθρού, του καλού ή του κακού; Επιπλέον, πώς είναι δυνατόν η δικαιοσύνη, που είναι κάτι το καλό και αγαθό, να κάνει κακό έστω και στον εχθρό;”
“Ώς άλλος Θρασύμαχος θα παρέμβω, Μάριε, για να υποστηρίξω πως οι ορισμοί αυτοί κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονται στη σκληρή πραγματικότητα. Δικαιοσύνη είναι το δίκαιο του ισχυρότερου. Δικαιοσύνη είναι ο νόμος. Και ο νόμος δημιουργείται από την κρατούσα σε κάθε κοινωνία αρχή και επιβάλλεται στο λαό της. Ποιος είναι ο παράνομος και ποιος ο άδικος σε μια δημοκρατία, σε μια τυραννία και σε μια αριστοκρατία;” είπε η Άλις.
»Η Άλις και ο Μάριος γύρισαν προς το μέρος μου αναμένοντας την αντίδρασή μου. Γνώριζαν πόσο ευαίσθητος ήμουν σε απολυταρχικές απόψεις. Εγώ, όση ώρα τούς άκουγα με προσοχή, ξεφύλλιζα από συνήθεια το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας, που είχα πλέον μάθει σχεδόν από μνήμης.
“Υποστηρίζεις με βεβαιότητα ότι η συμμόρφωση προς τα προστάγματα των αρχόντων είναι μια πράξη σύμφωνη με το δίκαιο;” σηκώθηκα και τη ρώτησα παριστάνοντας το Σωκράτη.
»Η Άλις γέλασε, παίρνοντας με τη σειρά της θεατρικό ύφος.
“Μάλιστα”.
“Είναι, όμως, όσοι άρχουν σε μια πόλη αλάνθαστοι, ή υποπίπτουν και σε λάθη;”
“Υποθέτω ότι υποπίπτουν και σε λάθη”.
“Θαρρείς, επομένως, πως μέσα στις πολλές νομοθετικές τους προσπάθειες άλλους νόμους τους φτιάχνουν ορθούς κι άλλους μη ορθούς;”
“Ναι, αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει”.
“Ορθή νομοθεσία ας πούμε ότι είναι αυτή που είναι προς το συμφέρον τους και μη ορθή, όταν δεν είναι”.
“Ναι, έτσι θεωρώ”.
“Τους νόμους αυτούς πρέπει, λοιπόν, να τους εκτελούν οι αρχόμενοι και αυτό αποτελεί δίκαιο;”
“Βεβαίως· πώς όχι;”
“Βγαίνει, έτσι, το συμπέρασμα πως, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, δίκαιο δε θα πει να κάνει κανείς ό,τι συμφέρει τον ισχυρότερο αλλά και το αντίθετο, ό,τι δηλαδή δεν τον συμφέρει”.
»Η Άλις παρέμεινε σκεπτική.
“Αν, επομένως, διορθώσουμε τον ορισμό σου περί δικαίου ως το αληθινό συμφέρον του ισχυρότερου” συνέχισα απρόσκοπτα, “θεωρούμε αυθαίρετα ότι τα πρόσωπα που άρχουν λειτουργούν πάντοτε με γνώμονα το δικό τους συμφέρον κι όχι το συμφέρον των αρχομένων. Επειδή, όμως, η μεγαλύτερη ζημία είναι να εξουσιάζεται κανείς από το χειρότερό του, αυτό είναι το κίνητρο που πρέπει να παρακινεί τους χρηστούς πολίτες να παίρνουν μέρος στην πολιτική ζωή. Επομένως, δίκαιο δε θα πρέπει να είναι το συμφέρον του ισχυρότερου, αλλά του ασθενέστερου. Το φαινόμενο της πολιτικής υπακοής δε θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα άσκησης βίας, αλλά απόρροια της πολιτικής νομιμοποίησης των αρχόντων και της τεχνικής τους δεξιότητας περί το άρχειν”.
“Πιερ, αγάπη μου” μού είπε τότε, “θα ήθελα με όλο μου το είναι ο κόσμος σου να γίνει αληθινός – έστω για λίγο”.
1. «ἠμί γάρ ἐγώ εἶναι τό δίκαιον οὐκ ἄλλο τι ἤ τό τοῦ κρείττονος συμφέρον», Πολιτεία 338D, E.
2. Ο παρών διάλογος αποτελεί σε ελεύθερη απόδοση μικρό μέρος του διαλόγου μεταξύ του Σωκράτη και του Θρασύμαχου στο τέλος του πρώτου βιβλίου της Πολιτείας
Ιστορία των Σκιών, Θωμάς Καλοκύρης, Εκδόσεις Πηγή, σελ. 224-225.