Το ανοικτό επί σειρά ετών ζήτημα των κόκκινων δανείων, εκτός από τις καταστροφικές συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, έχει και σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις, ο δε τρόπος αντιμετώπισης του υπέχει έντονη ηθικοπολιτική σημασία για το κράτος – δικαίου και για τη δημοκρατία μας.
Διότι, αφ’ ενός πλήττονται τα συμφέροντα των τραπεζών που, καλώς ή κακώς, αποτελούν στυλοβάτη της οικονομίας στο υπάρχον σύστημα του φιλελεύθερου καπιταλισμού, καθότι χειροτερεύουν οι δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας και μειώνεται η ικανότητα χορήγησης νέων πιστώσεων. Με άλλα λόγια, παγώνει η χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και μειώνεται η ρευστότητα, η πιστοληπτική ικανότητα και η ανταγωνιστικότητας της αγοράς. Αφ’ ετέρου, όμως, πλήττονται και τα συμφέροντα των δανειοληπτών, οι οποίοι είδαν τα εισοδήματα τους να μειώνονται κατακόρυφα άνευ υπαιτιότητας τους και οι προβλέψεις τους να ανατρέπονται πλήρως λόγω της απρόβλεπτης, για τον μέσο καταναλωτή και επιχειρηματία, βαθιάς οικονομικής κρίσης. Προβάλλεται δε και το βάσιμο επιχείρημα ότι οι τράπεζες υπέχουν μεγάλη ευθύνη στη σημερινή προβληματική κατάσταση λόγω της ανεξέλεγκτης χορήγησης πιστώσεων και παρότι «εξυγιάνθηκαν», διότι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία δε μπορούν να χρεωκοπήσουν (το γνωστό δόγμα «too big to fail»), και ανακεφαλαιοποιήθηκαν ήδη τρεις φορές, συνεχίζουν να αξιώνουν στο ακέραιο τις απαιτήσεις τους.
Το ζήτημα πέρα από οικονομικό, είναι και ηθικό και βαθιά πολιτικό. Διότι η λύση που αναζητούμε θα πρέπει να αποτελεί προϊόν συμβιβασμού αντικρουόμενων συμφερόντων και δικαιωμάτων και να λαμβάνει υπόψιν της όλες τις κοινωνικές παραμέτρους, ώστε πράγματι να εκπορεύεται από την δημοκρατική αρχή. Η λύση που πρέπει να βρεθεί θα πρέπει να λάβει υπόψιν της όλες τις πρακτικές των προηγούμενων εννέα ετών που απέτυχαν, να συνυπολογίσει τους λόγους για τους οποίους απέτυχαν, ώστε να μην επαναληφθεί ακόμη μια νέα ανεπιτυχή συνταγή. Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις ασχολούνται αποσπασματικά με το θέμα και η πρόσφατη «λύση» του ξεπουλήματος των δανείων σε funds (πλέον φέρει και όνομα: project «Ηρακλής») θα λύσει μόνο το ένα σκέλος του προβλήματος, ήτοι αυτό που αφορά την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, θα αφήσει όμως απ’ έξω το δεύτερο σκέλος του, δηλαδή την διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, που βαίνει πλέον ανεξέλεγκτο, σαν μάστιγα πολλών νοικοκυριών και σχεδόν κάθε επιχείρησης με αξιόλογη δραστηριότητα.
Όλες οι κάτωθι προτάσεις βασίζονται σε δύο απλές παραδοχές: Α) η ικανότητα αποπληρωμής του μέσου Έλληνα καταναλωτή και επιχειρηματία μειώθηκε χωρίς υπαιτιότητα του λόγω της οικονομικής κρίσης, ώστε να μη πρέπει να επωμιστεί μόνος του τις συνέπειες αυτής της μείωσης, Β) θα πρέπει μεν το κράτος να συνεισφέρει οικονομικά, κατά ένα μέρος, στη λύση του προβλήματος, θα έχει, όμως, πολύ μεγαλύτερο όφελος από τη συνεισφορά αυτή, παρά με την ήδη τρεις φορές πραγματοποιηθείσα απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού, η οποία κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν είχε στην μείωση των κόκκινων δανείων.
Λαμβάνοντας υπόψιν αυτές τις βασικές παραμέτρους του ζητήματος, ως νομικός με εξειδίκευση και πλούσια δικαστηριακή εμπειρία στο χώρο, θεωρώ επιβεβλημένη μια συνολική θεώρηση του ζητήματος και την υιοθέτηση μέτρων, που θα εφαρμοστούν χωρίς περαιτέρω δικαστικές ή εξωδικαστικές διενέξεις, και θα αντιμετωπίσουν ριζικά το πρόβλημα της διόγκωσης του ιδιωτικού χρέους:
- πρέπει, καταρχήν, να σταματήσει ο διαχωρισμός των δανειοληπτών σε κόκκινους και ενήμερους κατά την εφαρμογή των ευνοϊκών μέτρων ή ευνοϊκών ρυθμίσεων. Ένας δανειολήπτης που είναι ενήμερος στα δάνεια του παραμένει όμηρος αυτών και δε σημαίνει ότι δεν έχει πληγεί από το πέρασμα της κρίσης. Επιπρόσθετα, με τον διαχωρισμό δημιουργούνται κίνητρα για την καθυστέρηση των δανείων, φαινόμενο που παρατηρήθηκε κατά κόρον επί εφαρμογής του Νόμου Κατσέλη (Ν. 3869/2010) και συνεχίζει να συμβαίνει σήμερα με το νέο πλαίσιο προστασίας πρώτης κατοικίας, αφού και στις δύο περιπτώσεις προϋπόθεση αποτελεί το ληξιπρόθεσμο της οφειλής.
- εν συνεχεία, να προσαρμοστούν όλες οι δανειακές απαιτήσεις που έχουν εξασφάλιση πρώτη κατοικία, άμεσα και χωρίς μεσολάβηση του δανειολήπτη, στο ποσό της παρούσης εμπορικής αξίας του προσημειωμένου ακινήτου, εφόσον η αξίωση το υπερβαίνει. Δηλαδή εάν ένα δάνειο έχει υπόλοιπο 150.000 ευρώ και ο δανειολήπτης το έλαβε για να αγοράσει κατοικία που σήμερα κοστίζει 100.000 ευρώ, με την άμεση προσαρμογή του στο ποσό αυτό, ο ισολογισμός του νοικοκυριού ισοσκελίζεται, αφού παθητικό και ενεργητικό προσαρμόζονται στην κατάσταση που θα βρισκόταν, εάν δε μεσολαβούσε η απρόβλεπτη αλλαγή των συνθηκών. Ταυτόχρονα, να επιδοτηθεί με τη συμμετοχή των τραπεζών και του κράτους η ρύθμιση τους με ευνοϊκούς όρους με τη διαγραφή ληξιπρόθεσμων τόκων, τόκων υπερημερίας και εξόδων και υπολογισμό δόσης με βάση την τρέχουσα ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη.
- να επιδοτηθεί η οριζόντια περικοπή των δανείων των ελληνικών επιχειρήσεων, που ελήφθησαν έως το έτος 2010, μέσω μιας σύντομης διαδικασίας αξιολόγησης των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων και τον διαχωρισμό τους σε βιώσιμες και μη. Για τις βιώσιμες να επιδοτεί περικοπή έως και 30% των δανειακών τους υποχρεώσεων με κριτήρια τη μείωση των ακαθάριστων εσόδων (τζίρου) μετά την επέλευση της οικονομικής κρίσης, τον υπάρχοντα κύκλο εργασιών, τον αριθμό των εργαζομένων και τις προοπτικές ανάπτυξης και όχι το ληξιπρόθεσμο της οφειλής ή την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας, με σκοπό την επανεκκίνηση της οικονομίας και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Για τις μη βιώσιμες, να επιδοτηθεί η ρύθμιση τους με ευνοϊκούς όρους και με περικοπή έως 40% των οφειλών, με σκοπό να αποφευχθεί η αναπόφευκτη διαδικασία πτωχεύσεως, που όχι μόνο θα επιφέρει την οικονομική εξόντωση των εταίρων, αλλά και δε θα καταφέρει να οδηγήσει, στις περισσότερες περιπτώσεις, στην είσπραξη των οφειλών. Τα μέτρα αυτά δε μπορούν να θεωρηθούν ως αθέμιτες ενισχύσεις του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, που προσβάλλουν την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθότι στόχος τους είναι να επανέλθει η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται, εάν δε μεσολαβούσαν οι απρόβλεπτες συνθήκες, ώστε μπορεί να υποστηριχθεί και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ότι το να μη λάβει μέτρα το κράτος για την επαναφορά της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων προσβάλλει αυτήν ακριβώς την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού.
- να διαχωριστούν οι καταναλωτικές οφειλές σε εισπράξιμες και ανείσπρακτες, με κύριο κριτήριο την τρέχουσα ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη. Για τις εισπράξιμες να επιδοτηθεί με τη συμμετοχή των τραπεζών η ρύθμιση τους με ευνοϊκούς όρους με τη διαγραφή ληξιπρόθεσμων τόκων, τόκων υπερημερίας και εξόδων. Για τις μη εισπράξιμες να επιδοτηθεί με τη συμμετοχή των τραπεζών η περικοπή τους έως και 60% με κριτήριο την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, η ρύθμιση με ευνοϊκούς όρους και η διαγραφή ληξιπρόθεσμων τόκων, τόκων υπερημερίας και εξόδων.
- να ενισχυθεί ο θεσμός του Τραπεζικού Διαμεσολαβητή, καθώς και η ανεξαρτησία και η διαφάνεια του ρόλου του, ώστε να ενεργεί περισσότερο ως ανεξάρτητη αρχή και λιγότερο ως συνεργάτης των τραπεζικών ιδρυμάτων. Η πρόσβαση στο Διαμεσολαβητή να είναι προσιτή για όλους τους πολίτες, δωρεάν και για τον χειρισμό κάθε υποθέσεως να συντάσσεται αναφορά κοινοποιούμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών. Πρέπει οι πολίτες να μπορούν να συζητούν επί της ουσίας με τα τραπεζικά ιδρύματα, να υποβάλλουν προτάσεις, αντιπροτάσεις και να τυγχάνουν, γενικότερα, εξιδεικευμένης αντιμετώπισης, ώστε να μην έρχονται αντιμέτωποι μονίμως με προδιατυπωμένα για απεριόριστο αριθμό δανειοληπτών κείμενα -προτάσεις και, μάλιστα, τιθέμενα ενώπιον τους με το δίλημμα «take it or leave it». Πρέπει οι τράπεζες, που εξακολουθούν να είναι ιδιωτικές ανώνυμες εταιρίες και όχι δημόσια αρχή, να υποχρεωθούν να κάτσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ως ίσα μέρη, ώστε να καταλάβουν ότι η λύση θα δοθεί μόνο με τη συμμετοχή και του άλλου μέρους, καθώς η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους πρόκειται να έχει τεράστιο αντίκτυπο τα επόμενα χρόνια και στη δική τους οικονομική υπόσταση και αξιοπιστία.
Είναι ευθύνη όλων μας να σώσουμε την δημοκρατία μας μέσω διαλόγου και συμβιβασμών και να αποτρέψουμε την περαιτέρω διόγκωση του ιδιωτικού χρέους με την εσαεί υποθήκευση του συνόλου της ιδιωτικής οικονομίας, που είναι και το πραγματικό πρόβλημα, η εξομάλυνση του οποίου είναι η μόνη ικανή να επιφέρει και την πολυπόθητη εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Thomas Steph. Sommer
MDE-Anwalt