Με το δίκοπο μαχαίρι της φθοράς
να γυρνά μες στης ζωής την ίριδα
–την πιο βαθιά πληγή μου-
ο χρόνος μου στερεί το χρώμα.
Μεμιάς το μπήγει στην πληγή των ψευδαισθήσεων
για εκείνον τον φωτεινό παντοτινό παράδεισο,
μα στην άλλη την πληγή την πιο ευαίσθητη δε βιάζεται
– ζει από αυτόν τον πόνο-
μέχρι η ματαιοδοξία να στεγνώσει μέσα στο ίδιο της το αίμα
-πήζει το σκότος;-
και εγώ να αναρωτιέμαι πως την βγάζω ακόμη.
Γιατί στη σκοτεινή φυλακή του μυαλού μου,
γυμνός, κουρασμένος, ηττημένος,
σέρνω του πεπρωμένου μου την πέτρα
σ’ ένα άσκοπο κύκλο που χαράζουν οι δυνάστες,
επιβλητικές, τυφλές, οργισμένες,
η Κοινωνία και η πολυπόθητη Αποδοχή της.
Τόσο βαρύς ήταν πάντοτε ο θάνατος;
Στην θανατηφόρα αυτή τροχιά μου
δε κουβαλάω μαζί παρά ένα μπουκάλι όνειρα
-πώς να γλιτώσω από την αφυδάτωση;-
και εξαντλημένος σέρνομαι στο μουντό κελί μου
κλειδώνοντας πολλές φορές την πόρτα πίσω μου.
Το άγχος, το σκοτάδι, ο πανικός, ο φόβος
αυτάρεσκα ατσάλινα κάγκελα γύρω μου
-βγάζουν και εκείνες τις κραυγές τις νύχτες…
Που και που δραπετεύω,
-πράξη ποινικώς κολάσιμη-
βγάζω το κλειδί από την τσέπη μου,
ξεκλειδώνω την βαριά, ατσάλινη πόρτα,
βγαίνω από το κελί μου και κοροϊδεύω τους φρουρούς.
Πριν βγω από τη φυλακή μου μετανιώνω.
Γυρνάω και τους απολογούμαι ταπεινά
-βαθύς φόβος και ασυναίσθητη επίγνωση
το ότι θα ξαναγυρίσω.
Γελάω και φωνάζω: είμαι ελεύθερος!
Δε σταματάω όμως να τρέχω,
μήπως με ακολουθεί η φυλακή μου
-τάχα κινούνται οι φυλακές;
Την πιο ευαίσθητη πληγή μου,
αλείφω τότε με μυριάδες εξωτικά έλαια,
μ’ όνειρα, μ’ έρωτα, μ’ αγάπη, με χαμόγελα,
-ακόμη και με εκείνο της ευτυχίας το σπάνιο.
Ύστερα, όμως, την κρύβω κάτω από των πρέπει το χιτώνα,
στης κοινωνίας τα μάτια να μην έρθει
-φυλακτό πολύτιμο η ιερή ματαιοδοξία.
Και πάλι δε σταματάω να φοβάμαι την ληστεία
-πώς τιμωρείται αυτός που κλέβει την ελπίδα;
‘Υστερα αρχίζω να χτίζω τοίχους για να την προφυλάξω
από την κοφτερή λεπίδα των συναισθημάτων
-έχεις κοπεί χωρίς να ουρλιάξεις;
Στο νέο οχυρό μου φρουρούς τοποθετώ στις επάλξεις
την αυταρέσκεια, την απληστία, τη δόξα, τα χρήματα
-οι πιο αδίστακτοι εγκληματίες-
και τους θέτω υπό τις διαταγές του αμείλικτου εγώ μου.
Και εγώ δε σταματώ να φοβάμαι την απώλεια.
Ύστερα την πληγώνω μόνος γυρνώντας το μαχαίρι
στα πιο ευαίσθητα σημεία της ελπίδας,
ώστε να εκπαιδευτεί στον πόνο και στο αίμα
και να μη διστάσει μπροστά στην ίδια τη φθορά της.
Μες στο βαθύ σκοτάδι την κλειδώνω και βάζω το κλειδί στην τσέπη,
Την αλυσοδένω και στέκομαι εκεί να την προσέχω
-πώς αλλιώς να μην την χάσω;
Βαριά η πέτρα που σέρνουμε λανθάνοντες
της ελευθερίας του ανέλεγκτου φόβου.
Πειθήνια κάνω κύκλους γύρω από τους δυνάστες.
Μου λείπουν τότε μονάχα αυτά τ’ ατσάλινα κάγκελα,
που αμέσως τα φτιάχνω να αστράφτουν αυτάρεσκα
και να μένουν άγρυπνοι σκοποί τη νύχτα
-φωνάζουν που και που τα συνθηματικά τους.
Τότε σταματάω να τρέχω –νιώθω ικανοποίηση.
Η φυλακή μου δε μ΄ακολουθεί άλλο.
Δραπέτευσα.
Είμαι ελεύθερος.
Thomas Kalokiris