"Επεί δε πολιτεία μεν και πολίτευμα σημαίνει ταυτόν, πολίτευμα δ’ εστι το κύριον των πόλεων, ανάγκη δ’ είναι κύριον ή ένα ή ολίγοις ή οι πολλοί προς το κοινόν συμφέρον άρχωσι»
(Αριστοτέλης, Πολιτικά ΙΙΙ, 1279α)
Υπό την ασφυκτική πίεση των δημοσιονομικών αδιεξόδων και των κοινωνικών αναταραχών, στα πλαίσια μιας ιστορικής κορύφωσης του ελλείμματος εμπιστοσύνης στην πολιτειακή εξουσία εν γένει, ανατέλλει το πέμπτο έτος μετά την –ως ανεπιτυχή χαρακτηρισθείσα- αναθεώρηση του Συντάγματος του 2008, γεγονός που επιτρέπει μια εκ νέου προσφυγή στη διαδικασία αναθεώρησης, όπως αυτή προβλέπεται απ’ το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Εν όψει της δημόσιας συζήτησης επί αναγκαιότητας και επί του περιεχόμενου της αναθεώρησης, θα ήθελα να επαναλάβω τη βασική παραδοχή, πώς ένα σύνταγμα, για να είναι αποτελεσματικό, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις ισχύουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες τις οποίες καλείται να οργανώσει. Το Σύνταγμα δε μπορεί να θεραπεύσει τις παθογένειες του Ελληνικού συστήματος, μπορεί, όμως να θέσει τις βάσεις για την αντιμετώπιση τους, διακρίνοντας τες και θέτοντας εγγυήσεις για τη θεραπεία τους. Κυριότερα ζητήματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, θεωρώ την δυσπιστία των πολιτών στην κρατική εξουσία, το αίσθημα ατιμωρησίας, την κατάλυση του κοινωνικού κράτους, την έλλειψη κοινωνικής συνοχής, τις υπερεξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας, τη διαφθορά, την ενίσχυση της πολιτικής ευθύνης των πολιτών, την κατάλυση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, την μη αποτελεσματική προστασία και παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων.
Εν όψει αυτών και έχοντας υπόψη τις προτάσεις διάφορων φορέων, θα υποστήριζα τα εξής :
Κρίσιμη και αναγκαία θεωρώ, καταρχήν, την αλλαγή του τρόπου ανάδειξης των ανώτατων Δικαστικών Λειτουργών, με στόχο την θωράκιση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών από μια αδικαιολόγητη δικαιοπολιτικά ρύθμιση, η οποία εξαρτά την ανάδειξη της ηγεσίας μίας εκ των τριών εξουσιών του κράτους απ’ την εκάστοτε κυβερνητική (και συχνά κομματική) πλειοψηφία.
Θεωρώ, επίσης, επιβεβλημένη μια προσπάθεια περιορισμού των υπερεξουσιών που συγκεντρώνει η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός, είτε με τη θέσπιση αυστηρότερων κριτηρίων για τη παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρο 43), ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος της Βουλής, είτε με την πρόβλεψη αυστηρότερου δικαστικού ελέγχου των προεδρικών διαταγμάτων, π.χ. με τη θέσπιση της σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου της Επικρατείας, στα πλαίσια της προληπτικής επεξεργασίας των διαταγμάτων, ως υποχρεωτικής για την έκδοση τους.
Παρεμφερής και ,ίσως, αναγκαία, με βάση την υφιστάμενη πολιτική πρακτική, είναι η τροποποίηση των διατάξεων που προβλέπουν την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (Άρθρο 44), είτε με την αυστηροποίηση τους, είτε με ρητή καθιέρωση δικαστικού ελέγχου της συνδρομής των όρων της « εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Στόχος η ενίσχυση του αμοιβαίου ελέγχου των εξουσιών, ώστε να αποφευχθεί, όσο το δυνατόν, η κρατική αυθαιρεσία και, ως εκ τούτου, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στην σύννομη διακυβέρνηση.
Τροποποίηση με στόχο την αύξηση αυτής της εμπιστοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς και του αισθήματος ατιμωρησίας, συνιστά η κατάργηση της ποινικής ασυλίας των βουλευτών, η αλλαγή της σύνθεσης των εξεταστικών επιτροπών, η ενίσχυση της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών.
Σημαντική είναι η μέριμνα για την προστασία των συνταγματικών διατάξεων, καθότι η καταπάτηση τους αποτελεί συνήθη πρακτική κατά την άσκηση πολιτικής απ’ τις ελληνικές κυβερνήσεις, χωρίς τα δικαστήρια της χώρας να έχουν επιδείξει, έως τώρα, τη δέουσα αυστηρότητα. Το γεγονός αυτό, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τη θέσπιση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι δικαστές του οποίου θα τελούν υπό καθεστώς πλήρους λειτουργικής ανεξαρτησίας.
Τέλος, μια αναθεωρητική διαδικασία, για να χαρακτηριστεί γόνιμη, θα πρέπει να λάβει υπόψη το πάγιο αίτημα για ενεργότερη συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση της χώρας, κατ’ εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής. Η τόνωση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας (π.χ. ηπιότερες προϋποθέσεις διεξαγωγής δημοψηφίσματος, καθιέρωση του ως υποχρεωτικού σε ορισμένα θέματα) καθίσταται ανάγκη αναπόδραστη, δεδομένων των ιστορικών αποφάσεων και δεσμεύσεων που λαμβάνει η κυβερνητική πλειοψηφία διεθνώς αυτήν την κρίσιμη χρονική περίοδο της εποχής των Μνημονίων, δεσμεύσεις, για τις οποίες υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της εκ άνωθεν επιβολής τους. Μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για την ενίσχυση του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της συλλογικής αυτονομίας, την διατήρηση της ιστορικής κοινότητας ως φορέα αυτοδιοίκησης, του εθελοντισμού, της συμμετοχής των πολιτών σε ανεξάρτητες αρχές, σε επιτροπές, σε συλλογικές δράσεις, στα δικαστήρια.
Η συμμετοχή αυτή θα κριθεί ξεχωριστά για κάθε τομέα, ώστε να μην αποβαίνει σε βάρος της αποτελεσματικότητας της διοίκησης. Όμως, πριν ή μετά από κάθε τεχνοκρατική στάθμιση, βαρίδιο που θα γείρει, εν τέλει, τη ζυγαριά προς τη μια ή προς την άλλη επιλογή, οφείλει να αποτελέσει η βούληση των πολιτών. Πρώτιστο μέλημα της αναθεωρητικής προσπάθειας πρέπει να είναι αυτό ∙ η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης όλων μας στην πολιτειακή εξουσία ∙ η προσπάθεια συνειδητοποίησης πως κυρίαρχος είναι ο πολίτης, ο οποίος εκλέγοντας τους αντιπροσώπους του και συμμετέχοντας ο ίδιος ενεργά στην άσκηση της κυριαρχίας του, δε δικαιούται να κατηγορήσει κανένα «Δημόσιο», κανένα «Κράτος», καμία «Οντότητα» έξω απ’ αυτόν. Αναζητούμε και διεκδικούμε περισσότερη συμμετοχή στην Πολιτεία των Ελλήνων, όντας, ταυτοχρόνως, έτοιμοι να αναλάβουμε, ο καθένας κι όλοι μαζί, την ευθύνη ∙ γιατί η ευθύνη είναι θέμα όλων μας.
Thomas Kalokiris
Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευτεί πρώτη φορά στην ημερήσια εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” στο φύλλο της 22ης Φεβρουαρίου 2012 (σελ. 11).