Der Πρωτοδικείο Καβάλας, σε υπόθεση που χειρίστηκε επιτυχώς το γραφείο μας, με την υπ’ αριθ. 34/2025 Απόφασή του, ακύρωσε κατάσχεση και πλειστηριασμό, κρίνοντας καταχρηστικές τις ενέργειες του fund για επίσπευση πλειστηριασμού σε ακίνητα πολλαπλάσιας αξίας σε σχέση με την απαίτηση, βάσει της οποίας επισπεύδεται.
Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο Καβάλας έκανε δεκτό τον σχετικό λόγο Ανακοπής μας, κρίνοντας ότι:
“Το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η επίσπευση του προαναφερόμενου πλειστηριασμού γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων, που, βάσει της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος της καθ ης η ανακοπή. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η αξία του πρώτου κατασχεθέντος ακινήτου είναι περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερη από το ύψος της απαίτησης της καθ ης η ανακοπή και η αξία του δεύτερου κατασχεθέντος ακινήτου είναι περίπου πέντε φορές μεγαλύτερη από το ύψος της απαίτησης της καθ ης η ανακοπή, βάσει της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της ανακόπτουσας, αποτελεί περίσταση που καθιστά την εκ μέρους της καθ ης άσκηση του δικαιώματός της μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις και ιδέες του μέσου κοινωνικού και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου.
Επιπρόσθετα, η ίδια αρκούντως μεγάλη διαφορά μεταξύ της αξίας (τιμής εκτίμησης – τιμής πρώτης προσφοράς) του κάθε κατασχεθέντος ακινήτου και της απαίτησης της καθ ης η ανακοπή έχει ως συνέπεια να υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού, καθόσον η εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή αναγκαστική εκτέλεση υπερβαίνει τα όρια της θυσίας της ανακόπτουσας (οφειλέτριας).
Συνεπώς, με την επίσπευση του προαναφερόμενου πλειστηριασμού προκαλείται η εντύπωση έντονης αδικίας σε βάρος της ανακόπτουσας – υπόχρεης σε σχέση με το όφελος της δικαιούχου καθ ης η ανακοπή, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η άσκηση από την καθ ης του δικαιώματός της να κατάσχει προς πλειστηριασμό τα
πολλαπλάσιας αξίας, σε σχέση με την εκτελούμενη απαίτησή της, ακίνητα ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλλά και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και επομένως, είναι καταχρηστική, κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ και εντεύθεν άκυρη, διότι η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και ο συνακόλουθος
πλειστηριασμός εμφανίζονται σαν μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για την ανακόπτουσα, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια θυσίας της“.
Παρατίθεται Απόσπασμα της υπ’ αριθ. 34/2025 Απόφασης του Πρωτοδικείου Καβάλας
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 34/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Διευθύνοντα
το Πρωτοδικείο Καβάλας Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα,
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 26 Νοεμβρίου 2024, για να δικάσει
τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 347/29-07-2024 ανακοπή, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: ….. που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Θωμά Καλοκύρη (Α.Μ. Δ.Σ. Θεσσαλονίκης: 11982, που προσκόμισε και κατέθεσε το με αριθμό 3390245/22-11-
2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου
Θεσσαλονίκης), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις που
παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, (Α.Μ. Δ.Σ. Καβάλας: που
προσκόμισε και κατέθεσε το με αριθμό γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και
ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
[…] ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται
παραπάνω, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και στις έγγραφες προτάσεις τους.
NACH DEM LITERATURSTUDIUM
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ NOMO
Με το υπό κρίση δικόγραφο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ζητά για τους λόγους
που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτό να ακυρωθούν: α) η από 09-05-2024 επιταγή
προς πληρωμή εγγραφείσα κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της
με αριθμό διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου αυτού και β) η με αριθμό
έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού
επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Καβάλας,
και το με αριθμό απόσπασμα της προρρηθείσας κατασχετήριας έκθεσης, δυνάμει των
οποίων επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά της αναφερόμενης στην έκθεση
ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας, καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη
εκτέλεσης. Τέλος, ζητά να καταδικασθεί η καθης η ανακοπή στην καταβολή της εν
γένει δικαστικής της δαπάνης. [….]
[…] ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του
ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με
αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη αποτελεί
ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου, λόγο της
ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής
αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα
αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή
οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής (άρθρο 281 του ΑΚ), για να θεωρηθεί η άσκηση
του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που
επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του
δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από
την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν
ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να
επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του
κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΕφΑΘ
(Μον) 2634/2022, ΕφΑθ Μον) 2472/2022, ΕφΠατρ (Μον) 488/2021, ΜΠρΑθ
396/2021, ΜΠρΤρικ 109/2020, ΜΠρΧαλκιδικής 174/2019, ΜΠρΛαμ 42/2019, δημ.
σε ΤΝΠ – ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας, με τις επιμέρους αρχές
στις οποίες αναλύεται, θέτει όρια τα οποία απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης,
άρα και την επιχείρηση των σχετικών πράξεων εκτέλεσης, όταν τα μέσα αυτά δεν
είναι κατάλληλα για να επιτύχουν τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της
καταλληλότητας), όταν δεν είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή
της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και τρίτον όταν προκαλούν ζημία που
είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα
που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα
λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις του για τον καθ ου η εκτέλεση (ΜΠρΑθ 396/2021, ΜΠρΤρικ 109/2020, ΜΠρΧαλκιδικής 174/2019, δημ. σε ΤΝΠ –
ΝΟΜΟΣ). Η δε αντίθεση της από μέρους του δανειστή επισπευδόμενης
αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αποτελεί ουσιαστικό
ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου, το οποίο είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ακύρωση
αυτού. Περαιτέρω, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών
στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου
μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο
ασύγκριτα ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών
στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά
κατασχεθέντος στοιχείου, αξία, βέβαια, που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε
η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης
αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική.
Επίσης, πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του
οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, υπό στενή έννοια, όταν
εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα
οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που
εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του
μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα, η
ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτέλεσης επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν
άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν
(ΕφΑθ Μον) 2472/2022, ΕφΠατρίΜον) 488/2021, ΜΠρΑθ 396/2021, ΜΠρΤρικ
109/2020, ΜΠρΧαλκιδικής 174/2019, δημ. σε ΤΝΠ – ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα δε, αν οι
συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον
υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες
που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της
ικανοποίησης του δικαιώματός του [ΕφΑΘ (Μον) 2472/2022, ΕφΠατρ (Μον)
488/2021, δημ. σε ΤΝΠ – ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα, η καταχρηστική συμπεριφορά,
που στοιχειοθετεί προφανή υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται στη διάταξη του
άρθρου 281 ΑΚ, μπορεί να εμφανισθεί και στην περίπτωση που προκαλείται η
εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση
του δικαιώματος (ΕφΑθ Μον) 2634/2022, δημ. σε ΤΝΠ – ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον,
άλλωστε, ότι η αρχή, κατά την οποία το δικαίωμα του δανειστή να επισπεύσει
ή να συνεχίσει αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης
τελεί υπό τους περιορισμούς των άρθρων 281 ΑΚ και 116 ΚΠολΔ, ρητά προβλέπεται
από τον ΚΠολΔ, στη διάταξη του άρθρου 951 παρ. 2 αυτού, που ορίζει ότι «Η
κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να
ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης». Από τη
διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο περιορισμός της καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης
για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας των πράξεων της
άμεσης η έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως λ.χ. της κατάσχεσης πράγματος
του οφειλέτη αξίας δυσανάλογα μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης
του επισπεύδοντα (βλ. σχετ. Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία
ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, έκδοση 2000, άρθρο 951 αριθμός 4, σελ. 1835 – 1836). Σε κάθε
περίπτωση, πρόκειται για ελάττωμα που αφορά στη συγκεκριμένη πράξη εκτέλεσης,
το οποίο επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Η εκ μέρους του επισπεύδοντα ενέργεια
συγκεκριμένης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, λ.χ. της επιταγής, της κατάσχεσης ή
του πλειστηριασμού κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό της ή προς την καλή πίστη
ή τα χρηστά ήθη οδηγεί σε ακυρότητα της συγκεκριμένης πράξης, προβαλλόμενη στις
εκάστοτε οριζόμενες για την προβολή της προθεσμίες (ΜΠρΑθ 396/2021, ΜΠρΤρικ
109/2020, ΜΠρΧαλκιδικής 174/2019, δημ. σε ΤΝΠ – ΝΟΜΟΣ, βλ. σχετ.
Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, έκδοση 2000,
άρθρο 934 αριθμός 10, σελ. 1788, όπου και οι περαιτέρω παραπομπές).
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της, δεόντως εκτιμώμενο, η ανακόπτουσα ζητά
την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης
περιουσίας, επικαλούμενη ότι η κατάσχεση που επιβλήθηκε σε βάρος της περιουσίας
της είναι καταχρηστική, δεδομένου ότι η αξία των κατασχεθέντων ακινήτων είναι
δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το ποσό της απαίτησης, για την ικανοποίηση της
οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της. Ότι, ειδικότερα, η αξία των
κατασχεθέντων ακινήτων, των οποίων επίκειται ο πλειστηριασμός στις 05-02-2025,
ανέρχεται στα ποσά των 70.000 ευρώ και 95.000 ευρώ, ενώ η απαίτηση της καθ' ης,
της οποίας διώκεται η ικανοποίηση μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης, ανέρχεται στο
ποσό των 18.343,56 ευρώ. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο προβάλλεται αντίθεση προς
τα αντικειμενικά κριτήρια των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 του ΚΠολΔ
και 25 παρ. 3 του Συντάγματος της μετά από την επιταγή πράξης εκτέλεσης και ως εκ
τούτου αφορά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι εμπρόθεσμος,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α' και 2 ΚΠολΔ, ορισμένος και
νόμιμος, σύμφωνα με όσα έχουν λεχθεί στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη της
παρούσας, ερειδόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 281 του ΑΚ,
116 του ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και επομένως, πρέπει να ερευνηθεί
περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι
διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν στο Δικαστήριο προς ενίσχυση των
εκατέρωθεν προβαλλόμενων ισχυρισμών τους, χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων να
προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για
τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως
συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 623/2018, δημ. σε ΤΝΠ –
ΝΟΜΟΣ), και τα οποία ως άνω αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται στο σύνολό τους
υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 591 παρ. 1 εδ. α' και
340 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 Ν.
4335/2015) και εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε για άμεση απόδειξη ως αυτοτελή
αποδεικτικά μέσα είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 591 παρ. 1 εδ. α',
339 και 395 ΚΠολΔ, ΕφΑιγ(Μον) 1/2021, δημ. σε ΤΝΠ – ΝΟΜΟΣ], μερικά από τα
οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς, όμως, να παραληφθεί κάποιο
για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς [ΑΠ 827/2020, ΑΠ 78/2020, ΑΠ
306/2018, ΑΠ 342/2016, ΑΠ 491/2015, ΑΠ 122/2013, ΕφΠειρ Μον) 47/2021,
ΕφΑιγ(Μον) 1/2021, ΕφΑιγ(Μον) 50/2020, ΕφΑθ 338/2020, δημ. σε ΤΝΠ –
ΝΟΜΟΣ) και χωρίς σε καμία περίπτωση να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη
των λοιπών, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στις νομότυπα και εμπρόθεσμα
κατατεθείσες προτάσεις των διαδίκων, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του
Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό
σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε στην Καβάλα, μεταξύ των
νομίμων εκπροσώπων της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία » ως δανείστριας
και της ανακόπτουσας υπό την ιδιότητα της οφειλέτριας, η πρώτη χορήγησε στη
δεύτερη δάνειο ύψους 130.000 ευρώ. Η ανακόπτουσα δεν ανταποκρίθηκε στη
συμβατική υποχρέωση περί καταβολής των ποσών των οφειλόμενων δόσεων για την
αποπληρωμή του ως άνω δανείου. Κατόπιν αίτησης της ανωτέρω τραπεζικής
εταιρείας, εκδόθηκε η με αριθμό διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Καβάλας, με την οποία διατάχθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στηδανείστρια τράπεζα το ποσό των 18.343,56 ευρώ, έντοκα, με το συμβατικό επιτόκιο
υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες το ενήμερο
συμβατικό επιτόκιο, από 18-06-2011, επομένη της ημερομηνίας της επίδοσης της
εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης, μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 306
ευρώ για δικαστική δαπάνη έκδοσης της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Εν συνεχεία, η
καθ' ης η ανακοπή, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας επιχειρηματικών
απαιτήσεων, που μεταβιβάσθηκαν από την ανωτέρω τραπεζική εταιρεία στην
αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία και μεταξύ των οποίων
(απαιτήσεων) περιλαμβανόταν και η επίδικη απαίτηση, επέδωσε στην ανακόπτουσα,
δυνάμει της με αριθμό έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας
του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ακριβές αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της
προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής μετά της από 09-05-2024 επιταγής προς
πληρωμή, με την οποία την επέτασσε να καταβάλει στην καθ' ης, υπό την ανωτέρω
ιδιότητά της, τα κάτωθι ποσά: α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 18.343,56
ευρώ, έντοκα από 18- 06-2011, επομένη της επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας, με
το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει κατά 2,5 εκατοστιαίες
μονάδες το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο, μέχρι την εξόφληση, β) για επιδικασθείσα
δικαστική δαπάνη το ποσό των 306 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της
κοινοποίησης της πρώτης επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από 16-09-2011, γ) για
επίδοση πρώτης επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 50 ευρώ, νομιμότοκα από την
επομένη της κοινοποίησης της πρώτης επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από 16-09-2011
και δ) για επίδοση απογράφου με την προσβαλλόμενη επιταγή το ποσό των 68,20
ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24%, νομιμότοκα από την επομένη της
κοινοποίησης της ένδικης επιταγής, όλα δε τα ανωτέρω ποσά να εξοφληθούν έντοκα
κατά τις ανωτέρω διακρίσεις μέχρι την πλήρη και ολοσχερή τους εξόφληση.
Ακολούθως, με επίσπευση της καθ’ ης η ανακοπή, δυνάμει της με αριθμό έκθεσης
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της
περιφέρειας του Εφετείου Θράκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Καβάλας, μέλους της Αστικής
Επαννελιστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία * με έδρα στην
Καβάλα, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε δύο ακίνητα που ανήκουν στην
κυριότητα της ανακόπτουσας και ειδικότερα: 1) στο δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε
ποσοστό 100% μίας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας, σύμφωνα
με τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και Ν.Δ. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117
ΑΚ, με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ. και συγκεκριμένα, το διαμέρισμα ….. και 2) στο δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε ποσοστό 100% μίας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και Ν.Δ. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, με αριθμό
Κ.Α.Ε.Κ. και συγκεκριμένα, το διαμέρισμα …. Με την ίδια έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης
ορίσθηκε για τις εν λόγω ιδιοκτησίες στις 05-02-2025, ημέρα Τετάρτη και ώρα από
10:00 έως 12:00 της ίδιας ημέρας, αναγκαστικός πλειστηριασμός μέσω ηλεκτρονικών
συστημάτων, ενώπιον της πιστοποιημένης για διενέργεια ηλεκτρονικών
πλειστηριασμών Συμβολαιογράφου της εφετειακής περιφέρειας του Εφετείου
Θράκης, που κατοικοεδρεύει στη Δήμου 1 και, σε περίπτωση κωλύματός της,
ενώπιον του νόμιμου επίσης πιστοποιημένου αναπληρωτή της. Ως τιμή εκτίμησης
των ανωτέρω ακινήτων ορίσθηκε από τον ανωτέρω δικαστικό επιμελητή που
διενέργησε την κατάσχεση, λαμβανομένης υπόψη και της από 28-06-2024 έκθεσης
εκτίμησης της προσληφθείσας πιστοποιημένης εταιρείας ……………την οποία
εκτίμηση υπογράφει ο ………………….., το ποσό των 70.000 ευρώ για το υπό
στοιχείο 1 ακίνητο και το ποσό των 95.000 ευρώ για το υπό στοιχείο 2 ακίνητο, τα
ποσά δε αυτά ορίσθηκαν και ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό των
ίδιων ακινήτων (βλ. σχετ. 10η σελίδα της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής
κατάσχεσης). Ήδη, η ανακόπτουσα άσκησε εμπρόθεσμα την κρινόμενη ανακοπή,
αιτούμενη την ακύρωση της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης
περιουσίας, επικαλούμενη, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της, ότι η εκ μέρους
της καθ' ης η ανακοπή κατάσχεση που επιβλήθηκε σε βάρος της περιουσίας της
γίνεται καταχρηστικά, διότι η αξία των κατασχεθέντων ακινήτων είναι δυσανάλογα
μεγάλη σε σχέση με το ποσό της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας
επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της. Εν προκειμένω, όπως
προεκτέθηκε, η απαίτηση της καθ ης η ανακοπή, για την οποία επιβλήθηκε
κατάσχεση επί των ανωτέρω ακινήτων της ανακόπτουσας και επισπεύδεται
αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της, ανέρχεται στο ποσό των 18.343,56 ευρώ,
σύμφωνα με την από 09-05-2024 επιταγή προς πληρωμή, εγγραφείσα κάτωθι
αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της με αριθμό διαταγής πληρωμής του
Δικαστηρίου αυτού, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, βάσει του οποίου
επισπεύδεται η προκείμενη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της
ανακόπτουσας, ενώ η τιμή εκτίμησης και η τιμή πρώτης προσφοράς για τα ανωτέρω
ακίνητα στον ίδιο πλειστηριασμό ανέρχεται στα ποσά των 70.000 ευρώ και 95.000
ευρώ αντίστοιχα.
Κατόπιν τούτου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η επίσπευση του
προαναφερόμενου πλειστηριασμού γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων, που, βάσει της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή
ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος της καθ ης η ανακοπή. Ειδικότερα,
το γεγονός ότι η αξία του πρώτου κατασχεθέντος ακινήτου είναι περίπου τέσσερις
φορές μεγαλύτερη από το ύψος της απαίτησης της καθ ης η ανακοπή και η αξία του
δεύτερου κατασχεθέντος ακινήτου είναι περίπου πέντε φορές μεγαλύτερη από το
ύψος της απαίτησης της καθ ης η ανακοπή, βάσει της οποίας επισπεύδεται
αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της ανακόπτουσας, αποτελεί
περίσταση που καθιστά την εκ μέρους της καθ ης άσκηση του δικαιώματός της μη
ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις και ιδέες του μέσου κοινωνικού
και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επιπρόσθετα, η ίδια αρκούντως μεγάλη
διαφορά μεταξύ της αξίας (τιμής εκτίμησης – τιμής πρώτης προσφοράς) του κάθε
κατασχεθέντος ακινήτου και της απαίτησης της καθ; ης η ανακοπή έχει ως συνέπεια
να υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου
εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού, καθόσον η εκ μέρους της καθ ης η
ανακοπή αναγκαστική εκτέλεση υπερβαίνει τα όρια της θυσίας της ανακόπτουσας
(οφειλέτριας). Συνεπώς, με την επίσπευση του προαναφερόμενου πλειστηριασμού
προκαλείται η εντύπωση έντονης αδικίας σε βάρος της ανακόπτουσας – υπόχρεης σε
σχέση με το όφελος της δικαιούχου καθ ης η ανακοπή, σύμφωνα με όσα
διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η
άσκηση από την καθ ης του δικαιώματός της να κατάσχει προς πλειστηριασμό τα
πολλαπλάσιας αξίας, σε σχέση με την εκτελούμενη απαίτησή της, ακίνητα
ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από
την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλλά και από τον κοινωνικό και οικονομικό
σκοπό του δικαιώματος και επομένως, είναι καταχρηστική, κατά την έννοια της
προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ και εντεύθεν άκυρη, διότι η
προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και ο συνακόλουθος
πλειστηριασμός εμφανίζονται σαν μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για την
ανακόπτουσα, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια θυσίας της, αφού είναι έκδηλη η
μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης και του σκοπού, για
τον οποίο επιβάλλεται, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, που αποτελεί
θεμελιώδη κανόνα ρυθμιστικό των σχέσεων εξουσίας, συνεπάγεται δε ιδιαιτέρως
επαχθείς γι αυτήν συνέπειες, που καθιστούν μη ανεκτή την πραγμάτωση της
απαίτησης της καθ; ης η ανακοπή, μέσω της εκπλειστηρίασης των δυσανάλογα
μείζονος αξίας κατασχεθέντων ακινήτων της ανακόπτουσας, κατά τις περί δικαίου και
ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού, σύμφωνα με όσα
εκτέθηκαν στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η ακυρότητα των πράξεων
εκτέλεσης επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του
οφειλέτη με μικρότερη αξία, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν. Να σημειωθεί
δε ότι εν προκειμένω ελέγχεται η δυσαναλογία μεταξύ του ποσού της απαίτησης της
καθ; ης βάσει του εκτελεστού τίτλου, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική
εκτέλεση, και της αξίας του κάθε εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου και όχι και των εν
γένει απαιτήσεων που τυχόν διατηρεί η επισπεύδουσα την εκτέλεση δανείστρια ή
τρίτοι δανειστές σε βάρος της ανακόπτουσας, γεγονότα για τα οποία ουδείς λόγος
γίνεται από την καθ ης. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη του κεφαλαίου της ως άνω
απαίτησης της καθ; ης, ποσού 18.343,56 ευρώ, για την οποία επισπεύδεται η
εκτελεστική διαδικασία, και της παραπάνω εμπορικής αξίας (και τιμής πρώτης
προσφοράς) κάθε κατασχεμένου ακινήτου, ποσού 70.000 ευρώ και 95.000 ευρώ
αντίστοιχα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η συνολική εμπορική αξία κάθε κατασχεθέντος
ακινήτου είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη και, μάλιστα, πολλαπλάσια σε σχέση με το
ύψος της εκτελούμενης απαίτησης της καθ' ης κατά τα προεκτεθέντα.
Κατόπιν των ανωτέρω, η επίσπευση της προσβαλλόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε
βάρος της ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας και η επιβολή της ανωτέρω
κατάσχεσης συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από την πλευρά της καθ ης,
καθόσον ενόψει των ανωτέρω αποτελεί προφανή υπέρβαση των ορίων που
επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός
του δικαιώματος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, σε συνδυασμό
και με αυτές των άρθρων 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 116 ΚΠολΔ. Επομένως, ο
τέταρτος λόγος της κρινόμενης ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά
βάσιμος και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.
Σημειώνεται ότι παρέλκει η έρευνα των έκτου και έβδομου λόγων της ανακοπής, που
βάλλουν κατά της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, οι οποίοι καθίστανται
πλέον άνευ αντικειμένου, εφόσον κατατείνουν στην ακύρωση της ίδιας πράξης
αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι σε αυτή της κατασχετήριας έκθεσης, καθόσον, από τον
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 216, 218, 583, 585 και 933 ΚΠολΔ,
σαφώς συνάγεται ότι, όταν υπάρχουν περισσότεροι λόγοι, νομικοί ή πραγματικοί, που
όλοι μαζί ή καθένας χωριστά αποβλέπουν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην
ακύρωση της ίδιας πράξης εκτέλεσης, τότε, αν το δικαστήριο κάνει δεκτό ένα λόγο
και ικανοποιώντας το αίτημα της ανακοπής ακυρώσει την πράξη εκτέλεσης, δεν
πρέπει να προχωρήσει στην έρευνα των λοιπών λόγων, καθώς μετά την ακύρωση της
πράξης εκτέλεσης θεωρείται ότι έχει ικανοποιηθεί πλήρως το έννομο συμφέρον του
ανακόπτοντα. [….]
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή του
άρθρου 933 ΚΠολΔ και να ακυρωθεί: α) μερικά η από 09-05-2024 επιταγή προς
εκτέλεση εγγραφείσα κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της με
αριθμό διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου αυτού, ως προς την αξίωση για
καταβολή τόκων, συνολικού ύψους 10.691 ευρώ, που αντιστοιχεί σε τόκους περιόδου
από 18-06-2011 μέχρι 31-12-2018 για το επιδικασθέν κεφάλαιο και β) η με αριθμό
έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της
περιφέρειας του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Καβάλας, και το με
αριθμό απόσπασμα της προρρηθείσας κατασχετήριας έκθεσης, δυνάμει των οποίων
επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά της αναφερόμενης στην έκθεση ακίνητης
περιουσίας της ανακόπτουσας. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της
ανακόπτουσας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από αυτήν (άρθρο 191 παρ. 2
ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ' ης η ανακοπή λόγω της μερικής
νίκης και μερικής ήττας μεταξύ των εν λόγω διαδίκων και ανάλογα με την έκταση της
νίκης και ήττας αυτών στην παρούσα δίκη (άρθρα 178 παρ. 1, 189, 591 παρ. 1 εδ. α΄
ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
AUS DIESEN GRÜNDEN
ΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ανακοπή, αντιμωλία των
διαδίκων.
AKZEPTIERT εν μέρει την υπό κρίση ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ: α) εν μέρει την από 09-05-2024 επιταγή προς εκτέλεση εγγραφείσα
κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της με αριθμό διαταγής
πληρωμής του Δικαστηρίου αυτού, ως προς την αξίωση για καταβολή τόκων,
συνολικού ύψους 10.691 ευρώ, που αντιστοιχεί σε τόκους περιόδου από 18-06-2011
μέχρι 31-12- 2018 για το επιδικασθέν κεφάλαιο και β) η με αριθμό έκθεση
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της
περιφέρειας του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Καβάλας, και το με
αριθμό απόσπασμα της προρρηθείσας κατασχετήριας έκθεσης, δυνάμει των οποίων
επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά της αναφερόμενης στην έκθεση ακίνητης
περιουσίας της ανακόπτουσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ ης η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων της
ανακόπτουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380)
Euro.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο
ακροατήριό του, στην Καβάλα, στις 21-022025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων
και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους
Thomas Kalokiris
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω