Σύμβαση εμπορικής διανομής ονομάζεται η σύμβαση με την οποία ένας ανεξάρτητος επιχειρηματίας αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του προμηθευτή να πωλεί σε διαρκή και σταθερή βάση τα προϊόντα του τελευταίου[1]. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της συμβάσεως διανομής και της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας είναι το γεγονός πως ο διανομέας ενεργεί στο όνομα του και για λογαριασμό του και, επομένως, αναλαμβάνει ο ίδιος τον επιχειρηματικό κίνδυνο, σε αντίθεση με τον εμπορικό αντιπρόσωπο, ο οποίος ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου και, επομένως, τον κίνδυνο της διάθεση των προϊόντων τον φέρει ο τελευταίος.
Απόρροια της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που έμμεσα καθιερώνεται με το άρθρο 361 ΑΚ ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, που αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 5§1 του Συντάγματος[2]. Έκφανση της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων αποτελεί και η σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Η σύμβαση αυτή είναι ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, με βάση την οποία ο ένας συμβαλλόμενος, που είναι ο παραγωγός ή ο χονδρέμπορος, υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά στον άλλο συμβαλλόμενο, που είναι ο διανομέας, τα εμπορεύματα που έχουν συμφωνηθεί σε σχέση με ορισμένη γεωγραφική περιοχή και τα οποία, στη συνέχεια, ο διανομέας μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο, δηλαδή ενεργεί ως ανεξάρτητος επαγγελματίας διαμεσολαβητικές πράξεις στο εμπόριο.
Επιπλέον, με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ο διανομέας αναλαμβάνει, συνήθως, την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των προϊόντων, να προωθεί τις πωλήσεις, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ενώ ακόμη και όταν έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων στους τρίτους, δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικά καθορισθεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών.
Η έννοια ειδικότερα της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντίστροφα ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται, κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή[3].
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση του διανομέα όχι μόνο με τον αντισυμβαλλόμενό του αλλά και με τους λοιπούς αποκλειστικούς διανομείς του ίδιου παραγωγού ή χονδρέμπορου που δραστηριοποιούνται σε διαφορετική ζώνη αποκλειστικής διανομής υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού. Ζήτημα δημιουργείται στην περίπτωση αυτή, όταν η δραστηριότητα του αποκλειστικού διανομέα επεκτείνεται και πέρα από την εδαφική του περιοχή στην ζώνη άλλου διανομέα. Το επιτρεπτό των πωλήσεων τότε εξαρτάται από τον ενεργητικό ή παθητικό χαρακτήρα τους. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2 του Κ.Δ.Π. 69/2005 ο όρος «ενεργητικές πωλήσεις» παραπέμπει :
- στην ενεργητική προσέγγιση μεμονωμένων πελατών εντός της αποκλειστικής περιοχής ή εντός της αποκλειστικής ομάδας πελατών ενός άλλου διανομέα
- στην ενεργητική προσέγγιση μιας συγκεκριμένης ομάδας πελατών ή πελατών σε μια συγκεκριμένη περιοχή που έχει παραχωρηθεί κατ’ αποκλειστικότητα σε άλλο διανομέα, μέσω διαφημίσεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή άλλων ενεργειών προώθησης που στοχεύουν ειδικά σ’ αυτήν την ομάδα πελατών ή σε πελάτες που βρίσκονται στη συγκεκριμένη περιοχή ή
- στην εγκατάσταση αποθηκών ή πρατηρίου διανομής στην αποκλειστική περιοχή άλλου διανομέα.
Αντιθέτως, ως παθητική πώληση ορίζεται η ανταπόκριση στη ζήτηση που εκφράζεται αυτοβούλως από μεμονωμένους πελάτες, περιλαμβανομένης της διανομής αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών σ’ αυτούς και της γενικής διαφήμισης ή προώθησης με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή μέσω του Διαδικτύου, που προσεγγίζει πελάτες που βρίσκονται στις αποκλειστικές περιοχές ή που ανήκουν στις ομάδες πελατών άλλων διανομέων αλλά που απαιτεί εύλογο τρόπο για την προσέγγιση πελατών εκτός αυτών των περιοχών ή ομάδων πελατών.
Όπως καθίσταται φανερό από τα ανωτέρω, οι ενεργητικές πωλήσεις διανομέα στην περιοχή αποκλειστικής διανομής άλλου διανομέα αποτελούν απαγορευμένες πωλήσεις, ενώ οι παθητικές πωλήσεις είναι καταρχήν επιτρεπτές, εφόσον η προσέγγιση των πελατών που ανήκουν στην άλλη περιοχή γίνεται με τρόπο εύλογο. Εύλογος τρόπος θεωρείται, για παράδειγμα, η ανταπόκριση στη ζήτηση του πελάτη, που προσεγγίζει ο ίδιος τον διανομέα εντός της αποκλειστικής του περιοχής. Η κατοχή διαδικτυακού τόπου θεωρείται μια μορφή παθητικής πώλησης, η οποία πάντοτε επιτρέπεται, δεδομένου ότι αποτελεί εύλογο τρόπο για να προσεγγίζουν οι πελάτες τον αποκλειστικό διανομέα. Εφόσον, δηλαδή, ο πελάτης επισκεφτεί τον διαδικτυακό τόπο του διανομέα, έρθει σε επαφή μαζί του και στη συνέχεια καταρτίσει μαζί του σύμβαση πώλησης, η πώληση αυτή έχει χαρακτήρα παθητικό και επιτρέπεται πάντοτε.
Περιορισμοί στις κάθετες συμφωνίες[4] απορρέουν άμεσα και από το Κοινοτικό Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Ως κάθετες συμφωνίες ορίζονται οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που δρουν σε διαφορετικό επίπεδο (π.χ. η συμφωνία μεταξύ παραγωγού, χονδρέμπορου και διανομέα), ενώ οι περιορισμοί τους αναφέρονται στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέρη μπορούν να προμηθεύονται, να πωλούν ή να μεταπωλούν ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες (π.χ. γεωγραφικοί, πελατειακοί περιορισμοί). Το νομοθετικό πλαίσιο αποτελείται τόσο από τη γενική ρήτρα απαγόρευσης συμπράξεων (άρθρο 81 ΣΕΚ) όσο και από τον Κανονισμό 330/2010 ομαδικής απαλλαγής για τις κάθετες συμφωνίες, που αντικατέστησε τον αντίστοιχο προηγούμενο Κανονισμό 2790/1999[5].
Με τα χαρακτηριστικά αυτά, συνεπώς, η σύμβαση αποκλειστικής διανομής διαφοροποιείται από αυτή του εμπορικού αντιπροσώπου, αφού χαρακτηρίζεται ως εμπορικός αντιπρόσωπος ο ανεξάρτητος μεσολαβητής, στον οποίο ανατίθεται σε μόνιμη βάση έναντι αμοιβής (προμήθειας) και συνήθως για συγκεκριμένη περιοχή είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου, δηλαδή του αντιπροσωπευομένου, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις συμβάσεις αυτές για λογαριασμό, αλλά και στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, δηλαδή σε αντίθεση με τον αποκλειστικό διανομέα, που ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του, ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητικές εργασίες διαμεσολάβησης στο όνομα και για λογαριασμό του ίδιου του αντιπροσωπευομένου[6]. Ενδιάμεσο τύπου προσώπου, που διαμεσολαβεί και αυτό στη λειτουργία του εμπορίου, αποτελεί ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος, δηλαδή το πρόσωπο που ενεργεί τις παραπάνω πράξεις στο όνομά του, όπως και ο αποκλειστικός διανομέας, αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.
Η επιλεκτική διανομή αφορά, συνήθως, αγαθά πολυτελείας ή υψηλής τεχνολογίας, όπου απαιτείται δίκτυο, που να εξασφαλίζει τη γνησιότητα, την ύπαρξη πλήρων σειρών εμπορευμάτων, την εξυπηρέτηση, την εγγύηση, τη συντήρηση, τη σωστή διαφήμιση, την παρουσίαση, την εμπειρία των πωλητών κλπ. Εδώ δεν υπάρχει μεν εδαφική αποκλειστικότητα, υπάρχει όμως υποχρέωση των διανομέων να μην πωλούν τα εν λόγω αγαθά σε μη εξουσιοδοτημένους μεταπωλητές. Ένα δίκτυο τέτοιας μορφής θεωρείται «κλειστό» με την έννοια ότι λαμβάνεται μέριμνα, ώστε τα εμπορεύματα να μη βρεθούν στα χέρια τρίτων εμπόρων και ότι ο παραγωγός θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα για να περιφρουρεί αυτή τη στεγανότητα και να αποτρέπει τη ρήξη του δικτύου[7].
Μέσω της επιλεκτικής διανομής της στεγανότητας, που τη χαρακτηρίζει, προωθείται η εξυπηρέτηση των καταναλωτών, ενώ με την ενίσχυση και προστασία των δικτύων προστατεύεται η φήμη του προϊόντος και ενισχύεται ο ανταγωνισμός μεταξύ ομοειδών προϊόντων. Η επιλογή δε των διανομέων και η είσοδος στο δίκτυο επιβάλλεται να γίνονται με ομοιόμορφα αντικειμενικά κριτήρια, που αφορούν την επαγγελματική εξειδίκευση των διανομέων, την εμπειρία τους, το προσωπικό, τις εγκαταστάσεις τους.
Στην απόφαση Metro/Cartier (C-376/92) το ΔΕΚ θεώρησε νόμιμη τη στεγανότητα, όσον αφορά το δίκτυο επιλεκτικής διανομής, είτε με απαγορεύσεις μεταπώλησης, είτε με ανάλογες ρήτρες, όπως είναι ο αποκλεισμός από την εγγύηση του παραγωγού προϊόντων, που πουλήθηκαν από πωλητές εκτός δικτύου, διευκρίνισε, όμως, ότι δεν ισχύει και το αντίστροφο, ότι η στεγανότητα δηλαδή είναι προσόν του δικτύου, απαραίτητο για τη συμβατότητά του με το άρθρο 85 (τώρα 81 ΣυνθΕΚ), τονίζοντας, ότι θα ήταν παράδοξο να αντιμετωπίζονται ευνοϊκότερα τα πιο κλειστά από τα πιο ανοικτά σχήματα[8].
Στην απόφαση Pierre Fabre Dermo–Cosmétique SAS/Président de l’Autorité de la concurrence and Ministre de l’Économie, de l’Industrie et de l’Emploi (C-439/09) το ΔΕΚ επισήμανε, ότι η οργάνωση ενός τέτοιου δικτύου επιλεκτικής διανομής δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ για την προστασία του ανταγωνισμού, εφόσον η επιλογή των μεταπωλητών γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ποιοτικού χαρακτήρα, τα οποία καθορίζονται ομοιόμορφα έναντι όλων των πιθανών μεταπωλητών και εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις, οι ιδιότητες του επίμαχου προϊόντος καθιστούν αναγκαίο ένα τέτοιο δίκτυο διανομής για τη διατήρηση της ποιότητας και τη διασφάλιση της ορθής χρήσεως των εν λόγω προϊόντων και, τέλος, τα καθορισθέντα κριτήρια δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο[9].
[1] Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης, Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, σελ. 80.
[2] Βλ. ΑΠ 455/2014, Τράπεζα νομικών πληροφοριών νόμος (intrasoft international): «…ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει α) ελευθερία του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει σύμβαση τόσο γενικά όσο και με συγκεκριμένο πρόσωπο ως αντισυμβαλλόμενο (ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου) και β) ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης».
[3] Μ. Βαρελά/Γ. Τριανταφυλλάκης, Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου, τόμος Ά, Επιμέλεια Γ. Τριανταφυλλάκη, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη ΑΕΒΕ, 2007, σελ. 188.
[4] Βλ. 9656/2013 ΜΠΡ ΘΕΣΣ, Τράπεζα νομικών πληροφοριών νόμος : «Τέτοιες επιτρεπτές κάθετες συμφωνίες είναι εκείνες που είναι ήσσονος σημασίας, επειδή συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων των οποίων το μερίδιο αγοράς στη σχετική αγορά δεν υπερβαίνει το 10%. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία περιλαμβάνουν αυστηρούς ανταγωνιστικούς κάθετους περιορισμούς της «μαύρης λίστας», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 του Κανονισμού, το άρθρο 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ εφαρμόζεται και σε αυτές (βλ. σχετ. και άρθρο 1 παρ. 1 περ. α, 2 του Ν. 703/1977, ΣτΕ 128/2009 Δημ. ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, τέτοιες κάθετες συμφωνίες είναι αυτοδικαίως άκυρες, κατά τη δεύτερη παράγραφο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι προξενούνται από τη λειτουργία τους αξιοσημείωτες επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των Κρατών-Μελών, καθώς επίσης και στον ανταγωνισμό. Τέλος, ειδικά για τις συμβάσεις δικαιόχρησης, οι υποχρεώσεις των μερών που περιέχονται σε αυτές μπορούν να θεωρούνται ως αναγκαίες για τη διατήρηση της κοινής ταυτότητας και φήμης του δικτύου franchise και συνεπώς να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ ή, ακόμη και αν εμπίπτουν, να πληρούν τις προϋποθέσεις εξαίρεσης της παραγράφου 3. Εξάλλου, σε κάθετες συμφωνίες που περιέχονται σε συμβάσεις franchise μπορεί νόμιμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999, να περιληφθεί μετασυμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού, δηλαδή οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση υποχρέωση του δικαιοδόχου, με την οποία μετά τη λύση της σύμβασης δεν μπορεί να αγοράζει, πωλεί ή μεταπωλεί αγαθά ή υπηρεσίες που αναφέρονται στη σύμβαση. Η μετασυμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, πρέπει να περιορίζεται στους χώρους, όπου ο δικαιοδόχος ασκούσε την επιχειρηματική του δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, να είναι απαραίτητη για την προστασία της τεχνογνωσίας, που μεταβιβάστηκε από τον δικαιοπάροχο στον δικαιοδόχο, και να περιορίζεται χρονικά στο ένα έτος μετά τη λύση της σύμβασης (βλ. Δ. Κωστάκη, To franchising και ο νέος Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 3 της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, ΔΕΕ 2000, 712, ΕφΘεσ 2051/2010 ο.π.)». Βλ. και ΑΠ 1063/2011, Τράπεζα νομικών πληροφοριών νόμος
[5] Δημήτρης Στεφ. Κωστάκης, Ο νέος Κανονισμός 330/2010 της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 101 παρ. 3, www.franchiseportal.gr
[6] Βλ. Εφ. Αθηνών 5826/2010, Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου, Τόμος ΞΒ΄, 2011, τεύχος 1Le.
[7] Λάμπρος Κοτσίρης – Σύστημα επιλεκτικής διανομής και παράλληλες εισαγωγές κατά το κοινοτικό δίκαιο, Γνωμοδότηση, Επιθεώρηση του Εμπορικού Δικαίου, τόμος ΞΒ΄, τεύχος 4Le, σελ. 977 επ.
[8] Christopher Stothers – Parallel Trade in Europe: Intellectual Property, Competition and Regulatory Law, εκδόσεις Hart Publishing, 2007 USA, σελ. 409 – Στην υπό κρίση περίπτωση η Cartier αρνήθηκε να χορηγήσει εγγύηση για τα ρολόγια, που πουλούσε η αλυσίδα καταστημάτων “cash and carry” Metro, η οποία δεν αποτελούσε εξουσιοδοτημένο διανομέα. Το ζήτημα έφτασε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην ΔΕΚ), το οποίο αποφάνθηκε, πως για όσο διάστημα η Cartier διατηρούσε δίκτυο επιλεκτικής διανομής κατά την έννοια του άρθρου 81 ΣυνθΕΚ, είχε το δικαίωμα να χορηγεί εγγύηση μόνο για τις πωλήσεις, που πραγματοποιούνταν από τους επιλεγμένους διανομείς, τους οποίους και είχε εντάξει στο σύστημα.
[9] www.curia.europa.eu – Judgment of the Court (Third Chamber) of 13 October 2011. Pierre Fabre Dermo-Cosmétique SAS v Président de l’Autorité de la concurrence and Ministre de l’Économie, de l’Industrie et de l’Emploi – Η εταιρία Pierre Fabre απαγόρευσε στους μεταπωλητές της, ενταγμένους στο δίκτυο επιλεκτικής διανομής της, την πώληση εμπορευμάτων μέσω του διαδικτύου. Το ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) αποφάνθηκε, ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν η επίμαχη συμβατική ρήτρα, η οποία απαγορεύει de facto όλες τις μορφές πωλήσεων μέσω του διαδικτύου, μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς, το Δικαστήριο δε πρέπει να του παράσχει συναφώς τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης, που θα του επιτρέψουν να αποφανθεί. Το Δικαστήριο δε δέχτηκε, σε σχέση με τις ελευθερίες κυκλοφορίας, ως δικαιολογία για την απαγόρευση των πωλήσεων μέσω του διαδικτύου, τα επιχειρήματα, που αντλούνται από την ανάγκη παροχής προσωπικών συμβουλών στον πελάτη και εξασφαλίσεως της προστασίας του έναντι της εσφαλμένης χρήσεως προϊόντων, στην περίπτωση πωλήσεως φακών επαφής και φαρμάκων για τη χορήγηση των οποίων δεν απαιτείται ιατρική συνταγή. Η Pierre Fabre Dermo‑Cosmétique παραπέμπει, επίσης, στην αναγκαιότητα διατηρήσεως της εικόνας γοήτρου των επίμαχων προϊόντων. Ο σκοπός της διατηρήσεως της εικόνας γοήτρου ενός προϊόντος δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο για τον περιορισμό του ανταγωνισμού και δεν μπορεί, συνεπώς, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι συμβατική ρήτρα επιδιώκουσα τον σκοπό αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο σκέλος του υποβληθέντος ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα, στο πλαίσιο συστήματος επιλεκτικής διανομής, η οποία επιβάλλει την πραγματοποίηση των πωλήσεων καλλυντικών και προϊόντων ατομικής περιποίησης σε υλικώς υπαρκτό χώρο με την υποχρεωτική παρουσία πτυχιούχου φαρμακοποιού, με αποτέλεσμα την απαγόρευση της χρήσεως του διαδικτύου για τις εν λόγω πωλήσεις, συνιστά περιορισμό εξ αντικειμένου κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εάν, κατόπιν αυτοτελούς και συγκεκριμένης εξετάσεως του περιεχομένου και του σκοπού της εν λόγω συμβατικής ρήτρας καθώς και του νομικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιοτήτων των επίμαχων προϊόντων, η εν λόγω ρήτρα δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς. Η Pierre Fabre Dermo-Cosmétique είναι εταιρεία του ομίλου Pierre Fabre. Έχει ως κύρια δραστηριότητα την παρασκευή και εμπορία καλλυντικών και προϊόντων ατομικής περιποίησης και διαθέτει διάφορες θυγατρικές, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα εργαστήρια καλλυντικών Klorane, Ducray, Galénic και Avène, των οποίων τα καλλυντικά και προϊόντα ατομικής περιποίησης πωλούνται στη γαλλική και στην ευρωπαϊκή αγορά, με τα εν λόγω εμπορικά σήματα, κυρίως σε φαρμακεία. Τα επίμαχα προϊόντα είναι καλλυντικά και προϊόντα ατομικής περιποίησης, τα οποία δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των φαρμάκων και, ως εκ τούτου, δεν υπόκεινται στο μονοπώλιο των φαρμακοποιών, που προβλέπει ο κώδικας περί δημόσιας υγείας. Το έτος 2007, ο όμιλος Pierre Fabre κατείχε μερίδιο 20 % στη γαλλική αγορά των εν λόγω προϊόντων. Οι συμβάσεις διανομής των ανωτέρω προϊόντων, που φέρουν τα εμπορικά σήματα Klorane, Ducray, Galénic και Avène ορίζουν ότι οι πωλήσεις πρέπει να διενεργούνται αποκλειστικώς σε υλικώς υπαρκτό χώρο και υποχρεωτικώς παρουσία πτυχιούχου φαρμακοποιού.
THOMAS STEF. HEUREUX
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ