“Όπως κρίθηκε με την υπ’ αρ. 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, με την οποία θεσπίσθηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων για καταβολή εισφορών των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ορίζεται δε η διάρκειά της σε είκοσι έτη, αντίκειται αφενός στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη και αφετέρου στην αρχή της ασφάλειας δικαίου κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή ισχύει αναδρομικά“
έκρινε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθ. 6297/2021 Απόφαση του, επί υποθέσεως που χειρίστηκε επιτυχώς το γραφείο μας, δικαιώνοντας πλήρως τον ανακόπτοντα, ο οποίος κλήθηκε το 2018 με την ιδιότητά του ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.1996 έως 30.12.1999, να καταβάλει τις οφειλές της.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι:
“Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του καθ’ ου ασφαλιστικού φορέα προς είσπραξη των ένδικων οφειλών είχε συμπληρωθεί πριν από την έκδοση της υπ’ αρ. 7808/29.11.2018 ατομικής ειδοποίησης της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης, με την οποία ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλει τις ανωτέρω οφειλές και, συνεπώς, η εν λόγω ατομική ειδοποίηση, κατά το μέρος που αφορά τις υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, καθώς και οι τελευταίες αυτές ταμειακές βεβαιώσεις, είναι μη νόμιμες και πρέπει να ακυρωθούν ως προς τον ανακόπτοντα, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο της ανακοπής”.
Ακολουθεί η υπ’ αριθ. 6297/2021 Απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Αριθμός απόφασης 6297/2021
LE TRIBUNAL ADMINISTRATIF DE PREMIÈRE INSTANCE DE THESSALONIQUE
ΤΜΗΜΑ Ι
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Μαΐου 2021, με δικαστή τον Αλέξανδρο Μήτρακα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Σωτηρία Κεσανίδου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την ανακοπή με ημερομηνία κατάθεσης 24.12.2018 (αριθμός καταχώρησης 4979/2018),
του ……….., ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Thomas Kalokiris, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2915/2001,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.) [άρθρο 51Α παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), που προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43)], που εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, εν προκειμένω δε από τη Διευθύντρια του Περιφερειακού Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.) Θεσσαλονίκης, και παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του ….
Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά. Το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία και σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο. Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής 377976426951 0720 0039 ηλεκτρονικό παράβολο και το από 24.5.2021 αποδεικτικό εξόφλησής του), ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση α) της υπ’ αρ. 7808/29.11.2018 ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος της με το οποίο κλήθηκε ο ανακόπτων, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …. κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.1996 έως 30.12.1999, να καταβάλει οφειλή της ποσού 7.452,92 ευρώ (κεφάλαιο: 3.271,08 ευρώ, πρόσθετα τέλη: 4.181,84 ευρώ), προερχόμενη από επιβληθείσες σε βάρος της ασφαλιστικές εισφορές και πρόσθετες επ’ αυτών επιβαρύνσεις και β) των σχετικών, αναφερόμενων στην ως άνω ατομική ειδοποίηση, υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006 πράξεων ταμειακής βεβαίωσης, ποσού 1.924,16 ευρώ (πλέον πρόσθετων τελών, ποσού 2.834,92 ευρώ) και 1.346,92 ευρώ (πλέον πρόσθετων τελών, ποσού 1.346,92 ευρώ), αντίστοιχα.
2. Επειδή, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) ορίζει στο άρθρο 217 ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου …», στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. … 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. Ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως» και στο άρθρο 225 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή την τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι εξετάζεται, κατ’ εξαίρεση, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθεί, ισχυρισμός που αφορά την κάθε μορφής απόσβεση της οφειλής, στην οποία περιλαμβάνεται και η παραγραφή, εφόσον αποδεικνύεται αμέσως (πρβλ. ΣτΕ 392/2017).
3. Επειδή, στο άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α΄ 179), όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, οριζόταν ότι: «Δια του κανονισμού καθορισθήσεται ο χρόνος της καταβολής των εισφορών. Ο υπόχρεως εις καταβολήν εισφορών δέον εντός τριάκοντα ημερών από του ορισθησομένου χρόνου, να καταβάλη εις το Ι.Κ.Α. τας εισφοράς», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. (υπ’ αρ. 55575/1479/18.11.1965 απόφαση Υπουργού Εργασίας, Β΄ 816): «1. Ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακόν τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρεσχέθη η εργασία ή η υπηρεσία …». Ακόμη, στην παράγραφο 7 του άρθρου 27 του ίδιου ως άνω α.ν. 1846/1951, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίησή της με την παρ. 2 του άρθρου 44 του ν.δ/τος 2698/1953 (Α΄ 315) και μέχρι τις 23.12.1997, οπότε τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2556/1997, προβλεπόταν ότι: «Το δικαίωμα προς είσπραξιν των εισφορών, παραγράφεται μετά δεκαετίαν από της λήξεως του οικονομικού έτους, καθ’ ο αύται κατέστησαν απαιτηταί. Επί της τοιαύτης παραγραφής, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αι διατάξεις περί βραχυπροθέσμων παραγραφών του Αστικού Κώδικος». Εξάλλου, δοθέντος ότι οι περί παραγραφής διατάξεις του ν.δ/τος 496/1974 «Περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» (Α΄ 204) δεν εφαρμόζονταν στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., διότι με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 437/1977 (Α΄ 134), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ. 305/1985 (Α΄ 113), οι ασφαλιστικοί οργανισμοί οι οποίοι τελούσαν υπό την εποπτεία του (τότε) Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, όπως ήταν και το Ι.Κ.Α., είχαν εξαιρεθεί από την εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 496/1974 (ΣτΕ 28/2012, 295/2011, 1327/2009) για τις περιπτώσεις διακοπής της παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Ιδρύματος εφαρμόζονταν, μέχρι και τις 23.12.1997, οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα (ΣτΕ 1717/1994). Ειδικότερα, ο ανωτέρω Κώδικας ορίζει στο άρθρο 260 ότι: ««Η παραγραφή διακόπτεται, όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο», στο άρθρο 261 ότι: «Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου», στο άρθρο 264 ότι: «Την παραγραφή διακόπτουν επίσης: 1. η επίδοση επιταγής πληρωμής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο. 2. η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση. 3. η αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμό. 4. η υποβολή ένστασης συμψηφισμού της αξίωσης» και στο άρθρο 270 ότι: «Αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή …». Περαιτέρω, με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ως άνω ν. 2556/1997 (Α΄ 270, με έναρξη ισχύος από 24.12.1997, βλ. άρθρο 32 του νόμου αυτού) αντικαταστάθηκε η παράγραφος 7 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951 και προστέθηκε παράγραφος 7α στο άρθρο αυτό, ως εξής: «7. Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. που προέρχονται από εισφορές, αναλογούντα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, λοιπά πρόστιμα τόκους, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, δικαστικά έξοδα κ.λπ. … παραγράφονται μετά δεκαετία …. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή προκειμένου για τις εισφορές, τα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, τις προσαυξήσεις και τα αυτοτελή πρόσθετα τέλη αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία, για δε τα πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, τόκους, δικαστικά έξοδα, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και τα λοιπά πρόστιμα αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους μέσα στο οποίο έγινε η ταμειακή βεβαίωσή τους. 7α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 87 του ν. 2362/1995, περί αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και των άρθρων 88 και 89 του ίδιου νόμου, περί διακοπής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και συνεπειών παραγραφής αυτών αντίστοιχα, εφαρμόζονται ανάλογα και στο Ι.Κ.Α. Όπου στις παραπάνω διατάξεις αναφέρεται Προϊστάμενος της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή Υπουργός Οικονομικών, νοούνται αντίστοιχα Διευθυντής Ταμείου Είσπραξης Εσόδων Ι.Κ.Α. ή Διευθυντής Ταμειακής Υπηρεσίας Περιφερειακού ή Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. ή Διοικητής Ι.Κ.Α., από τους οποίους ασκούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες». Στη δε παράγραφο 1 του άρθρου 88 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (Κ.Δ.Λ., ν. 2362/1995, Α΄ 247) προβλεπόταν ότι: «Την παραγραφή χρηματικής απαιτήσεως του Δημοσίου διακόπτει: α. Η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή τρίτου εγγυητή αυτών και ανεξάρτητα αν αυτή ενεργείται εις χείρας αυτών ή εις χείρας τρίτου. β. Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού … γ. Η αναγγελία προς επαλήθευση στην πτώχευση είτε του οφειλέτη είτε φυσικού ή νομικού προσώπου μετ’ αυτού συνυποχρέου … δ. Η αναγγελία προς κατάταξη σε πλειστηριασμό περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη … ε. Η αναγγελία στον εκκαθαριστή κληρονομιάς … στ. Η εγγραφή υποθήκης ή προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτου … ζ. Από της ενάρξεως της κατά τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων διοικητικής (αναγκαστικής) εκτελέσεως μέχρι να καταστεί αμετάκλητος ο πίνακας κατατάξεως δανειστών, κάθε πράξη της εκτελέσεως και κάθε διαδικαστική ως προς τον πίνακα κατατάξεως πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου … 4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δημοσίου», ενώ στην παράγραφο 1 του άρθρου 107 του ίδιου νόμου οριζόταν ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του. Όσον αφορά όμως την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την ισχύ αυτού, εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή διακοπή γεγονότα έχουν συντελεσθεί μετά την ισχύ αυτού». Ακολούθως, με το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1) η ως άνω παρ. 7 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951 αναριθμήθηκε σε 6, ενώ με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001 (Α΄ 291) η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε ως εξής: «Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α., για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών απαιτήσεών του … υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία … Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεων του … παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακά) … Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων μετά την εφαρμογή του θεσμού της Α.Π.Δ. Για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων πριν την εφαρμογή της Α.Π.Δ., εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του ν. 2556/1997 και αναριθμήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν. 2676/1999».
4. Επειδή, τέλος, με την παράγραφο 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85/12.5.2016) ορίστηκε ότι: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες κατά την έναρξης ισχύος του παρόντος διατάξεις, απαιτήσεις. Η παραγραφή των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης αλλά δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται εικοσαετής και άρχεται από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία», σύμφωνα δε με το άρθρο 122 του ίδιου νόμου, η ισχύς του ξεκινά από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Όπως κρίθηκε με την υπ’ αρ. 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, με την οποία θεσπίσθηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων για καταβολή εισφορών των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ορίζεται δε η διάρκειά της σε είκοσι έτη, αντίκειται αφενός στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη και αφετέρου στην αρχή της ασφάλειας δικαίου κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή ισχύει αναδρομικά, δηλαδή και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης, υπάγονταν στην προβλεπόμενη εδώ και δεκαετίες για το μεγαλύτερο, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., ασφαλιστικό φορέα, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., δεκαετή παραγραφή (όπως είναι και οι εν προκειμένω ένδικες) και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αρ. 7808/29.11.2018 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης, κλήθηκε ο ανακόπτων, με την ιδιότητά του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «FONS ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.1996 έως 30.12.1999, να καταβάλει οφειλές της συνολικού ποσού 106.344,09 ευρώ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι οφειλές που βεβαιώθηκαν με τις υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, ποσού 1.924,16 ευρώ (πλέον πρόσθετων τελών, ποσού 2.834,92 ευρώ) και 1.346,92 ευρώ (πλέον πρόσθετων τελών, ποσού 1.346,92 ευρώ), αντίστοιχα. Τα τελευταία αυτά ποσά καταλογίστηκαν σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας με την υπ’ αρ. 444/19.4.2006 Πράξη Επιβολής Εισφορών (Π.Ε.Ε.) και την υπ’ αρ. 403/19.4.2006 Πράξη Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Πύλης Αξιού του Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ., ύψους 1.924,17 ευρώ και 1.346,92 ευρώ αντίστοιχα, που εκδόθηκαν για την ασφαλιστική τακτοποίηση του εργαζόμενου Ιορδάνη Κουκλή για το χρονικό διάστημα 8.1997 – 4.1998 και οι οποίες επιδόθηκαν στην εταιρεία στις 20.4.2006 (βλ. σφραγίδα της εταιρείας και υπογραφή επί του σώματος των ανωτέρω πράξεων, στη θέση «Ο ΠΑΡΑΛΑΒΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ»), ένσταση δε (υπ’ αρ. 3636/2006) της τελευταίας κατ’ αυτών απορρίφθηκε με την υπ’ αρ. 544/συν.66/23.8.2006 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ως άνω Υποκαταστήματος.
6. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της ανωτέρω ατομικής ειδοποίησης, κατά το μέρος που αφορά τις υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, καθώς και των τελευταίων αυτών (υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006) ταμειακών βεβαιώσεων, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα του καθ’ ου ασφαλιστικού οργανισμού προς είσπραξη των ένδικων απαιτήσεων είχε παραγραφεί, καθώς στις 31.12.2017 είχε παρέλθει δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου αυτές βεβαιώθηκαν (2006). Περαιτέρω, προβάλλει ότι, εν προκειμένω, δεν δύναται να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, ως αντικείμενη στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας. Το καθ’ ου ν.π.δ.δ., με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της ανακοπής, αντιτείνοντας, σε σχέση με τον ανωτέρω λόγο, ότι η παραγραφή του δικαιώματός του προς είσπραξη των ένδικων οφειλών διακόπηκε το έτος 2007, διά της κοινοποίησης των ανωτέρω Π.Ε.Ε. και Π.Ε.Π.Ε.Ε. με το από 24.10.2007 πρακτικό τοιχοκόλλησης, καθώς και το έτος 2017, διά της επιβολής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου με το υπ’ αρ. 66266/24.5.2017 κατασχετήριο έγγραφο. Εξάλλου, μεταξύ των στοιχείων του διοικητικού φακέλου περιλαμβάνονται: α) το από 24.10.2007 πρακτικό τοιχοκόλλησης του υπαλλήλου του Τοπικού Υποκαταστήματος Πύλης Αξιού του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Γεωργίου Τσαχιρίδη, το οποίο έχει το εξής περιεχόμενο: «Σήμερα την 24.10.2007 πήγα στην επιχείρηση FONS A.E. Α.Μ. 032703 που βρίσκεται στην οδό Μοναστηρίου 85 για να επιδώσω την με αριθμό 444/06 Π.Ε.Ε. και 403/06 Π.Ε.Π.Ε.Ε. και επειδή δεν βρέθηκε ο εργοδότης την τοιχοκόλλησα στην ειδική πινακίδα του Υποκ/τος μας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του Κανονισμού Ασφάλισης Ι.Κ.Α.» και β) το υπ’ αρ. 66266/24.5.2017 κατασχετήριο έγγραφο της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης, με το οποίο κατασχέθηκαν αναγκαστικά εις χείρας της Τράπεζας «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», ως τρίτης, όσα αυτή οφείλει ή θα οφείλει μελλοντικά στην εταιρεία «FONS ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» μέχρι του ποσού των 101.322,38 ευρώ, προς ικανοποίηση απαιτήσεων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., μεταξύ των οποίων και οι ένδικες.
7. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατίθενται στην τρίτη σκέψη, το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. για είσπραξη των απαιτήσεών του από τις υπ’ αρ. 444/19.4.2006 Π.Ε.Ε. και 403/19.4.2006 Π.Ε.Π.Ε.Ε., που ανάγονται στη χρονική περίοδο 8/1997 – 4/1998, ήτοι σε περίοδο πριν από την έναρξη εφαρμογής της Α.Π.Δ. (1.1.2002), παραγράφεται, όσον αφορά τις εισφορές και την πρόσθετη επιβάρυνση χρονικής περιόδου 8/1997 – 23.12.1997, μετά τη συμπλήρωση δεκαετίας από τη λήξη του οικονομικού έτους, καθ’ ο αυτές κατέστησαν απαιτητές (όπως όριζε η διάταξη του άρθρου 27 παρ. 7 του α.ν. 1846/1951 πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2556/1997), ενώ, όσον αφορά στις εισφορές και την πρόσθετη επιβάρυνση χρονικής περιόδου 24.12.1997 – 4/1998, μετά τη συμπλήρωση δεκαετίας, η οποία αρχίζει την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο, εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία (σύμφωνα με τη διάταξη του ως άνω άρθρου 27 παρ. 7 του α.ν. 1846/1951, μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2556/1997). Περαιτέρω, κατά τις αναλογικώς εφαρμοζόμενες διατάξεις του Α.Κ. και του Κ.Δ.Λ., η παραγραφή των αξιώσεων του Ι.Κ.Α. από ασφαλιστικές εισφορές και πρόσθετες επ’ αυτών επιβαρύνσεις διακόπτεται με τη διενέργεια κάθε πράξης εκτέλεσης κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε., μεταξύ των οποίων και η πράξη ταμειακής βεβαίωσης. Κατά συνέπεια, η παραγραφή του δικαιώματος του καθ’ ου ασφαλιστικού οργανισμού προς είσπραξη των ως άνω οφειλών διακόπηκε στις 16.5.2006, όταν οι οφειλές αυτές βεβαιώθηκαν ταμειακά με τις υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης. Από την επόμενη της ημερομηνίας αυτής άρχισε εκ νέου η παραγραφή (πρβλ. ΣτΕ 495/2016, 3494/2014, 1508/2002), η οποία συμπληρώθηκε στις 17.5.2016, χωρίς από τα στοιχεία του φακέλου να προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος αναστολής ή διακοπής της έως την τελευταία αυτή ημερομηνία. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του καθ’ ου ν.π.δ.δ. περί διακοπής της παραγραφής με την επίδοση των υπ’ αρ. 444/19.4.2006 Π.Ε.Ε. και 403/19.4.2006 Π.Ε.Π.Ε.Ε. στις 24.10.2007 και με την επιβολή κατάσχεσης εις χείρας τρίτου στις 24.5.2017 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά το μεν πρώτο σκέλος του διότι, ανεξαρτήτως της νομιμότητάς της διενεργηθείσας με τοιχοκόλληση κοινοποίησης, πάντως η επανακοινοποίηση των καταλογιστικών πράξεων δεν αποτελεί, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, λόγο διακοπής της παραγραφής (ΔΕφΙωαν 53/2017, πρβλ. ΔΕφΘεσ 526/2021), κατά το δε δεύτερο σκέλος του διότι η ως άνω επικαλούμενη κατάσχεση επιβλήθηκε στις 24.5.2017, ήτοι σε μεταγενέστερο της 17.5.2016 χρόνο, κατά τον οποίο το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη των ένδικων απαιτήσεών του είχε ήδη παραγραφεί. Εξάλλου, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016 κρίθηκε αντισυνταγματική, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη, και είναι ως εκ τούτου μη εφαρμοστέα. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του καθ’ ου ασφαλιστικού φορέα προς είσπραξη των ένδικων οφειλών είχε συμπληρωθεί πριν από την έκδοση της υπ’ αρ. 7808/29.11.2018 ατομικής ειδοποίησης της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης, με την οποία ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλει τις ανωτέρω οφειλές και, συνεπώς, η εν λόγω ατομική ειδοποίηση, κατά το μέρος που αφορά τις υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, καθώς και οι τελευταίες αυτές ταμειακές βεβαιώσεις, είναι μη νόμιμες και πρέπει να ακυρωθούν ως προς τον ανακόπτοντα, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο της ανακοπής, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής.
8. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθούν, ως προς τον ανακόπτοντα, α) η υπ’ αρ. 7808/29.11.2018 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που αφορά τις υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης και β) οι τελευταίες αυτές ταμειακές βεβαιώσεις. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον ανακόπτοντα του καταβληθέντος παραβόλου (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ.), να απαλλαγεί όμως το καθ’ ου ν.π.δ.δ., κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά του έξοδα (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κ.Δ.Δ.).
POUR CES RAISONS
Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει, ως προς τον ανακόπτοντα, α) την υπ’ αρ. 7808/29.11.2018 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που αφορά τις υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης και β) τις τελευταίες αυτές (υπ’ αρ. 921/16.5.2006 και 913/16.5.2006) πράξεις ταμειακής βεβαίωσης.
Διατάσσει την απόδοση στον ανακόπτοντα του καταβληθέντος παραβόλου.
Απαλλάσσει τον e-Ε.Φ.Κ.Α. από τα δικαστικά έξοδα.
Δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 14.12.2021, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
Thomas Stéph. Été
Avocat MDE
Min. Docteur en droit, AUTH