Ακολουθεί η υπ’ αριθ. 5469/2018 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία κάνοντας εν μέρει δεκτή την ασκηθείσα ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής έκρινε ότι το οφειλόμενο ποσό των ανακόπτουσων είχε διογκωθεί παράνομα λόγω της σωρείας των παράνομων χρεώσεων στις οποίες προέβη η τράπεζα καθ’ όλα τα προηγούμενα έτη και οι οποίες ελήφθησαν υπόψιν για τον υπολογισμό της οφειλής τους κατά τη διαδικασία κλεισίματος του λογαριασμού, καταγγελίας της σύμβασης και έκδοσης της διαταγής πληρωμής.
Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η ύπαρξη ενός γενικού όρου συναλλαγών της πιστωτικής σύμβασης δεν καθιστά σύννομες άνευ ετέρου όλες τις χρεώσεις και δη σύμφωνες με το περιεχόμενο της υπ’ αρ. 2501/2002 ΠΔΤΕ και αφ’ ετέρου δεν αποδείχθηκε ότι στην υπό κρίση περίπτωση όντως εκτελέσθηκαν όλες οι ενέργειες που αναγράφονται ως αιτιολογία των χρεώσεων, ώστε αυτές να δικαιολογούνται. Οι χρεώσεις με την αιτιολογία έξοδα κίνησης λογαριασμού, έξοδα νομιμοποίησης και μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση δεν έχουν νόμιμο έρεισμα, διότι η ενημέρωση των ανακοπτουσών για το υπόλοιπο της οφειλής τους γινόταν από την ίδια την τράπεζα, δηλαδή από τους αρμοδίους υπαλλήλους της και όχι από τρίτα συνεργαζόμενα με αυτή πρόσωπα, ώστε να δικαιολογείται η περιοδική χρέωση του ποσού των 50,00 ή των 100,00 ευρώ ή των 270.00 ευρώ ως αμοιβή για την παροχή ειδικής υπηρεσίας ή ως έξοδο υπέρ τρίτου. Οι χρεώσεις με τις αιτιολογίες ημερολογιακή χρέωση εξόδων – έξοδα έγκρισης Π.Ο., έξοδα τριμήνου, έξοδα αξιολόγησης φακέλου, έξοδα ασφαλιστηρίου, επίσης δεν έχουν νόμιμο έρεισμα, διότι οι ανωτέρω ενέργειες γινόταν από τους αρμοδίους υπαλλήλους της καθ’ ης τράπεζας και όχι από τρίτα συνεργαζόμενα με αυτή πρόσωπα, ώστε να δικαιολογούνται αυτές οι χρεώσεις ως αμοιβή για την παροχή ειδικής υπηρεσίας ή ως έξοδο υπέρ τρίτου. Οι ανωτέρω χρεώσεις δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις που θεσπίζονται στο κεφάλαιο ΣΤ της 2501/2002 ΠΔΤΕ, διότι δεν πρόκειται ούτε για προμήθειες οργάνωσης και διαχείρισης κοινοπρακτικών δανείων ούτε για προμήθειες αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών της πίστωσης που χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα. Ομοίως, δεν πρόκειται για αμοιβές για παρασχεθείσες ειδικές υπηρεσίες, ούτε για εφ’ άπαξ δαπάνες ή έξοδα υπέρ τρίτου προσώπου. Ο παράνομος χαρακτήρας αυτών των χρεώσεων διαπιστώθηκε ανεξαρτήτως εάν ο προαναφερθείς γενικός όρος συναλλαγών της πιστωτικής σύμβασης, με την οποία χορηγήθηκε πίστωση με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, επέτρεπε την είσπραξη των ανωτέρω χρηματικών ποσών.
Ακολουθεί το κείμενο της Απόφασης (επεξεργασμένη μόνο ως προς τη διαγραφή των ονομάτων των διαδίκων, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ):
Αριθμός απόφασης: 5469/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Ζαχαριάδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη Γραμματέα Μελπομένη Τσιρίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 06.11.2017, για να δικάσει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 31412/25.10.2012 ανακοπή με αντικείμενο την ακύρωση διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΩΝ: 1) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «....... » και τον διακριτικό τίτλο «......», που εδρεύει στον Δήμο .... Θεσσαλονίκης (επί της οδού ....) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ..... του ...., κατοίκου .... Θεσσαλονίκης, οδός ...., αρ. ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Καλοκύρη (Α.Μ. Δ.Σ. Βέροιας 591), που κατέθεσε προτάσεις με το υπ’ αριθμ. .../06.11.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «......» και τον διακριτικό τίτλο «.....» (πρώην Τράπεζα ......), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ...., αρ. ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ασημίνα Κυρίδη (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 4506), που κατέθεσε προτάσεις με το υπ’ αριθμ. .../22.10.2014 γραμμάτιο είσπραξης του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, που ορίστηκε για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο μετά από δύο αναβολές και μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως αναφέρεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή τους οι ανακόπτουσες εκθέτουν ότι δυνάμει της αναφερόμενης στο δικόγραφο της ανακοπής σύμβασης, ήτοι της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό με ημερομηνία 22.07.2003, την οποία συνήψαν με την καθ’ ης η μεν 1η ως πρωτοφειλέτης η δε 2η ως εγγυήτρια, η καθ’ ης η ανακοπή πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 23158/2012 διαταγής πληρωμής Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (όπως διορθώθηκε με την 23484/2012 διορθωτική απόφαση), με την οποία διατάσσονται να της καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 23.565,31 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο. Για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής τους ζητούν να ακυρωθεί η ανωτέρω διαταγή πληρωμής και η κάτωθι αυτής από 01.10,2012 επιταγή προς εκτέλεση. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή εισάγεται παραδεκτώς προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 584 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία του ΚΠολΔ μεν ως ίσχυε πριν από τον Ν. 4335/2015, του δικαστηρίου όμως δικάζοντας πλέον με την ειδική των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ), ειδικά δε κατά το μέρος που με την ανακοπή προσβάλλεται και η επιταγή προς εκτέλεση, η αρμοδιότητα θεμελιώνεται στα άρθρα 31 παρ, 2 και 632 παρ. 6 ΚΠολΔ. Ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 2 και 934 παρ. 1β` ΚΠολΔ (έκθεση επίδοσης υπ’ αρ. ....10.2012 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης .....). Επομένως, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, ανεξαρτήτως της αρίθμησης και του χαρακτηρισμού τους στο δικόγραφο της ανακοπής. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο και οριστικά με καταγγελία της σύμβασης, οπότε οφείλεται το κατά το κλείσιμο αυτού οριστικό κατάλοιπο με απόσβεση των επιμέρους χρεοπιστώσεων, που έγιναν κατά τη διάρκεια λειτουργίας του λογαριασμού. Για τη δήλωση καταγγελίας του αλληλόχρεου λογαριασμού δεν προβλέπεται ορισμένος τύπος, η δε καταγγελία καθίσταται ενεργή αμέσως μόλις περιέλθει σε αυτόν που απευθύνεται (ΕφΠειρ 1198/1995 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται κυρίως ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν κατήγγειλε νομίμως τη συνδέουσα τους διαδίκους σύμβαση και επικουρικώς ότι την κατήγγειλε κατά παράβαση των συναλλακτικών ηθών και της νομοθεσίας. Ειδικότερα, αναφέρουν ότι η τράπεζα δεν τους γνωστοποίησε ως έδει το δικαίωμα τους να προβούν στη ρύθμιση της ανωτέρω φερόμενης οφειλής κατά τις διατάξεις του Ν. 3816/2010. Με αυτό το περιεχόμενο ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμος, διότι σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα η καθ’ ης η ανακοπή, για να είναι έγκυρη η καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης που συνέδεε τους διαδίκους και το κλείσιμο του ανοικτού λογαριασμού τους, δεν υποχρεούταν εκ του νόμου να προβεί στις διευκρινίσεις που απαιτούν οι ανακόπτουσες, δεδομένου ότι η καταγγελία της σύμβασης τους έλαβε χώρα κατά μήνα Ιούλιο του 2012 (ενώ ο ν. 3816/2010 αφορά σε καταγγελίες μέχρι και 15,03.2010), ούτε άλλωστε αυτές ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης είχε αναλάβει συμβατικά τέτοιου είδους υποχρεώσεις. Σε κάθε πάντως περίπτωση από την καταγγελία της σύμβασης στις 27.07.2012, που κοινοποιήθηκε στις ανακόπτουσες στις 30.07.2012, μέχρι και την έκδοση της διαταγής πληρωμής τον Σεπτέμβριο του 2012, σαφώς παρήλθε χρονικό διάστημα ενός μηνός και οι ανακόπτουσες δεν ζήτησαν ρύθμιση της οφειλής τους. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος.
Κατ’ άρθρο 626 παρ. 1 ΚΠολΔ η διαταγή πληρωμής εκδίδεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της απαίτησης. Η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συντάσσεται κάτω από αυτήν έκθεση. Κατ’ άρθρο 626 παρ. 2 ΚΠολΔ η αίτηση ή η έκθεση πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 119 παρ. 1 ΚΠολΔ, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Δεν αρκεί όμως απλή παραπομπή στα επισυναπτόμενα έγγραφα αλλά πρέπει στο δικόγραφο της αίτησης να αναφέρεται η έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η απαίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω διαδικαστικού απαράδεκτου και δη αοριστίας που συνέτρεξε περί την έκδοσή της και ειδικότερα, επειδή δεν εξειδικεύονται σ’ αυτήν τα επιμέρους κονδύλια κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, το είδος των εξόδων, η χρονική περίοδος και το ακριβές επιτόκιο. Με αυτό το περιεχόμενο ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 630 ΚΠολΔ η αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (και συνεπώς και η ίδια η διαταγή πληρωμής, η οποία δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά απλώς εκτελεστός τίτλος) πρέπει να περιέχει μόνο την αιτία της πληρωμής, το ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί και διαταγή πληρωμής και όχι άνευ ετέρου και το ποσοστό του εφαρμοσθέντος επιτοκίου, το οποίο εξάλλου ευχερώς εξευρίσκεται από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση περί την έκδοση της έγγραφα και δη την σύμβαση χορήγησης πίστωσης και το απόσπασμα της κίνησης του λογαριασμού.
Κατ’ άρθρο 915 ΚΠολΔ δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση για απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία πριν πληρωθεί η αίρεση ή παρέλθει η προθεσμία. Τα ανωτέρω γεγονότα, εφ’ όσον προκύπτουν ημερολογιακά, πρέπει να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει αποδεικτική ισχύ και το οποίο κατ’ άρθρο 924 εδ. α` ΚΠολΔ πρέπει να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση μαζί με το αντίγραφο του απογράφου και την επιταγή. Από τις διατάξεις των άρθρων 924 εδ. β` και 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να προσδιορίζει την απαίτηση, προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και αναμφίβολο, ώστε ο καθ’ ου η εκτέλεση να γνωρίζει ποιο ποσόν και για ποιο λόγο καλείται να καταβάλει στον επισπεύδοντα, για να καθίσταται δυνατή η συμμόρφωσή του και επί αδρανείας του να δύναται να χωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση, διαφορετικά ο τίτλος δεν είναι νόμιμος και θεωρείται ανύπαρκτος. Δηλαδή απαγορεύεται να επιχειρηθεί εκτέλεση για ανεκκαθάριστη απαίτηση. Θεωρείται εκκαθαρισμένη η απαίτηση και συνεπώς δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 916 ΚΠολΔ, όταν δεν αναφέρεται το ποσόν της απαίτησης στον τίτλο αλλά μπορεί να καθορισθεί με αριθμητικό υπολογισμό (ΑΠ 1099/2010 ΤΝΠ Νόμος, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, τ. II, έκδ.2000, άρθρο 916, αρ. 4). Περαιτέρω, ο χαρακτήρας των απαιτήσεων ως βέβαιων και εκκαθαρισμένων εξαρτάται από αντικειμενικά στοιχεία και όχι από την άποψη του οφειλέτη ότι το ποσόν της απαίτησης υπολογίσθηκε κατά μη νόμιμο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι το ποσό των 23.565,31 ευρώ πλέον τόκων ποσού 366,20 ευρώ, το οποίο διατάσσονται να καταβάλουν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, είναι αβέβαιο και ανεκκαθάριστο, επειδή δεν αναφέρεται στην από 01.10.2012 επιταγή προς πληρωμή πώς υπολογίστηκε το ποσό των 366,20 ευρώ ως επιτασσόμενο ποσό τόκων. Με αυτό το περιεχόμενο ο τρίτος λόγος της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμος, διότι το ποσόν της οφειλής των ανακοπτουσών δεν είναι ούτε αβέβαιο ούτε ανεκκαθάριστο, εφόσον αφενός δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και αφετέρου αναφέρεται στον τίτλο, δηλαδή στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Το γεγονός ότι δεν αναγράφεται ο τρόπος υπολογισμού των τόκων, δεν καθιστά αόριστη ή αβέβαιη και ανεκκαθάριστη την οφειλή τους. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος.
Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγοι της ανακοπής αναφέρονται σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λόγω του ότι η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, βάσει της οποίας αυτή εκδόθηκε, περιείχε άκυρους γενικούς όρους συναλλαγών. Ειδικότερα, οι ανακόπτουσες αναφέρουν τους όρους της σύμβασης με αριθμούς 2, 6, 8, 11, 1, 9, 20, 21, 23 και 25 ειδικά ως προς την 2η αυτών (εγγυήτρια), τους οποίους θεωρούν άκυρους ως καταχρηστικούς λόγω αντίθεσης τους στον ν. 2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτή». Οι δύο αυτοί λόγοι είναι πολλαπλώς απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι και αόριστοι: κατ’ αρχήν εν προκειμένω συνήφθη σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό προς εξυπηρέτηση της εμπορικής επιχειρηματικής δραστηριότητας της 1ης ανακόπτουσας, την οποία ως νόμιμη εκπρόσωπος υπέγραφε η 2η αυτών (με την επιπλέον ιδιότητα του εγγυητή). Δηλαδή δεν πρόκειται για σύμβαση καταναλωτικής πίστης (στεγαστικό δάνειο ή πιστωτική κάρτα) και συνεπώς οι ανακόπτουσες δεν εμπίπτουν στην έννοια του καταναλωτή, για τον οποίο τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 2251/1994 (ΕφΘεσ 2005/2010, ΕφΘεσ 1429/2009 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι ανακόπτουσες δεν πλήττουν με τους ανωτέρω λόγους συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού ή του συνολικού ποσού της διαταγής πληρωμής, ώστε να καθίσταται ευχερώς ελέγξιμο από το δικαστήριο κατά ποια ποσά επιβαρύνθηκε παρανόμως από την καθ’ ης η οφειλή τους κατ’ εφαρμογή των άκυρων κατ’ αυτές γενικών όρων συναλλαγών.
Με έτερο σκέλος του τέταρτου λόγου της ανακοπής οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται, ότι επιβαρύνθηκαν με την εισφορά του ν. 128/1975, η οποία όμως δεν αποτελεί τόκο, αλλά έξοδο της τράπεζας και πρέπει να βαρύνει αυτήν. Θεωρούν ότι η μετακύλιση αυτή είναι παράνομη και καταχρηστική, επειδή πρόκειται για υποχρέωση της καθ’ ης έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος και όχι για δική τους υποχρέωση. Από το σύνολο του κειμένου του λόγου αυτού της ανακοπής συνάγεται ότι οι ανακόπτουσες θεωρούν ότι ο συγκεκριμένος όρος της σύμβασης εμπεριέχει αδικαιολόγητη υπέρμετρη δέσμευσή τους έναντι της τράπεζας και ως εκ τούτου αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 ν. 2251/1994. Με αυτό το περιεχόμενο το σκέλος αυτό του τέταρτου λόγου της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμο και απορριπτέο, διότι η μετακύλιση του ποσού της εισφοράς του ν. 128/1975 στον δανειολήπτη είναι νόμιμη και δεν δημιουργείται ζήτημα αντίθεσης αυτής σε οποιαδήποτε διάταξη της νομοθεσίας (ΑΠ 430/2005, ΕφΑΘ 3670/2012, ΕφΑΘ 1159/2012, ΕφΑΘ 4424/2009, ΕφΘεσ 492/2010 ΤΝΠ Νόμος), ούτε εξάλλου αποδεικνύεται ότι έλαβε χώρα πράγματι από την καθ’ ης ανατοκισμός της εν λόγω εισφοράς.
Με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης.2.1998 σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική μας νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις {ΚΥΑ υπ’ αρ.Ζ1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργού Ανάπτυξης, ΦΕΚ 255Β79.3.2001 και ΥΑ υπ’ αρ.Ζ1- 798/25.6.2008 του υπουργού Ανάπτυξης, ΦΕΚ 1353Β7 11.7.2008, εκ των οποίων η πρώτη εφαρμόζεται στις συναλλαγές με κάρτες και η δεύτερη στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο) και προσήκει στις καταναλωτικές συμβάσεις. Στις υπόλοιπες συμβάσεις έχει επικρατήσει νομοθετικά η εφαρμογή του έτους των 360 ημερών για τον υπολογισμό των τόκων. Ειδικότερα, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 ν. 2842/2000 οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (ATH1BOR), η οποία προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ)1103/1997 του Συμβουλίου, αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο EURIBOR, στο οποίο λαμβάνονται υπ’ όψιν ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών προσαρμοσμένο κατά το λόγο 365 προς 360, εφ’ όσον δεν έχει προβλεφθεί ή εάν δεν συμφωνηθεί ή ορισθεί αναφορά σε άλλο ισχύον επιτόκιο. Σε συμμόρφωση με τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε η απόφαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος υπ’ αρ. 30/14.2.2000 (ΦΕΚ 43Α71.3.2000) που τέθηκε σε ισχύ από 10.3.2000, σύμφωνα με την οποία οι τόκοι λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών. Το ίδιο ως άνω όργανο με την υπ’ αρ. 45/19.12.2000 πράξη του (κεφάλαιο VII) όρισε ότι ως βάση υπολογισμού των τόκων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής θεωρείται το έτος των 360 ημερών. Επομένως, στο πεδίο των τραπεζικών συναλλαγών που δεν εμπίπτουν στις συναλλαγές με κάρτες και στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, ο υπολογισμός των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών είναι νόμιμη πρακτική (ΕφΑΘ 1159/2012, ΕφΑΘ 1778/2010, ΕφΠειρ 469/2009 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτουσες με τον έκτο λόγο της ανακοπής τους εκθέτουν ότι η καθ’ ης, ερειδόμενη σε σχετικό γενικό όρο των συναλλαγών, αναγεγραμμένο στην πιστωτική σύμβαση, την οποία συνήψαν οι διάδικοι, υπολόγισε τους τόκους επί του οφειλομένου κεφαλαίου με βάση το έτος διάρκειας 360 και όχι 365 ημερών με συνέπεια την επιβάρυνσή τους με επιπλέον τόκους 664,51 ευρώ, αυτός δε ο υπολογισμός είναι αντίθετος στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 ν. 2251/1994 και 243 παρ. 3 ΑΚ με συνέπειες τη δημιουργία αδιαφάνειας περί το αληθές ύψος των τόκων και την παράνομη αύξηση των τόκων κατά ποσοστό 1,3889% ετησίως. Σύμφωνα με την άποψη των ανακοπτουσών για τον υπολογισμό των τόκων θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν χρονική διάρκεια έτους ίση με 365 ημέρες. Εφόσον η μεταξύ των διαδίκων συναφθείσα πιστωτική σύμβαση λόγω της φύσης της δεν εμπίπτει στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες συμβάσεων (συναλλαγή με κάρτα ή σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο), ώστε να επιβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση ο υπολογισμός των τόκων με βάση το έτος των 365 και όχι των 360 ημερών, νομίμως ελήφθη ως βάση υπολογισμού των τόκων το έτος των 360 ημερών, και δεν υπάρχει αντίθεση με το άρθρο 243 παρ. 3 ΑΚ. Επίσης, από το γεγονός ότι σύμφωνα με το δικόγραφο της ανακοπής αναγραφόταν στο κείμενο της πιστωτικής σύμβασης ότι οι τόκοι θα υπολογιζόταν με τον ανωτέρω τρόπο και δεν επρόκειτο για μονομερή και απροειδοποίητο υπολογισμό των τόκων κατ’ αυτό τον τρόπο εκ μέρους της καθ’ ης, συνάγεται ότι πληρούται η αρχή της διαφάνειας και της επαρκούς πληροφόρησης, οι οποίες πρέπει να διέπουν τις συμβάσεις, και δεν διαψεύσθηκαν οι δικαιολογημένες προσδοκίες τους ως καταναλωτών. Συνεπώς, ο έκτος λόγος της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
Τέλος, κατ’ άρθρο 1 ΠΔΤΕ 1969/1991 απαγορευόταν η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, το επιτόκιο των οποίων καθορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη προμήθειας διαχείρισης, προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων. Η πράξη αυτή καταργήθηκε με την υπ` αρ. 2501/2002 ΠΔΤΕ (ΦΕΚ 277Α718.11.2002), στο κεφάλαιο ΣΤ της οποίας, υπό τον τίτλο Προμήθειες Χορηγήσεων, ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται η είσπραξη οποιοσδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη ί) προμήθειας οργάνωσης και διαχείρισης, προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων και ii) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφ’ άπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων, όπως ενδεικτικά τα συμβολαιογραφικά έξοδα, τα έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου και εγγραφής υποθήκης, Στην προκειμένη περίπτωση με άλλο σκέλος του τέταρτου λόγου της ανακοπής τους οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι στον λογαριασμό τους χρεώθηκαν τα λεπτομερώς αναφερόμενα κατά ημερομηνία, κονδύλιο και αιτιολογία χρηματικά ποσά ως έξοδα για διάφορες αιτίες, τις χρεώσεις δε αυτές αρνούνται ως παράνομες. Με αυτό το περιεχόμενο το σκέλος τούτο του τέταρτου λόγου της ανακοπής είναι νομικά βάσιμο, στηριζόμενο στην υπ` αρ. 2501/2002 ΠΔΤΕ και επομένως πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι και από τις ομολογίες τους αποκλειστικά ως προς τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία αναφέρονται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η πρώτη ανακόπτουσα είναι ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία ενδυμάτων. Η δεύτερη ανακόπτουσα είναι η νόμιμη εκπρόσωπος της. Με την πιστωτική σύμβαση υπ’ αρ. .../22.07.2003 η πρώτη ανακόπτουσα έλαβε από την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα πίστωση ποσού 270.000 €. Στη σύμβαση αυτή η πρώτη ανακόπτουσα εκπροσωπήθηκε από την δεύτερη, η οποία επιπλέον συνεβλήθη ως εγγυήτρια. Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης τηρήθηκε ο υπ’ αρ. ...... λογαριασμός. Λόγω μη ανταπόκρισης των οφειλετών στις υποχρεώσεις τους η καθ’ ης την 27η.07.2012 κατήγγειλε την πιστωτική σύμβαση και έκλεισε τον ανωτέρω λογαριασμό (εκθέσεις επίδοσης υπ` αρ. ... και ... /30.07.2012 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης .....). Επίσης με την από 28.08.2012 αίτησή της ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής και εκδόθηκε η υπ’ αρ. 23158/18.09.2012 διαταγή πληρωμής Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 23484/2012 απόφαση αυτού του δικαστηρίου), δηλαδή η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με την οποία οι ανακόπτουσες διατάχθηκαν να καταβάλουν, εκάστη εις ολόκληρον, στην καθ’ ης το ποσό των 23.565,31 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Ως προς τη νομιμότητα των χρεώσεων που προσβάλλονται με ένα σκέλος του τέταρτου λόγου της ανακοπής αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με τον υπ’ αρ. 23 γενικό όρο συναλλαγών της ανωτέρω πιστωτικής σύμβασης «κάθε υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε φόρου, τέλους, εισφοράς (όπως π.χ. Ν. 128/75) ή όποιας άλλης επιβάρυνσης υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου, επιβαλλόμενη επί του κεφαλαίου, των τόκων και προμηθειών της πίστωσης ή που έχουν με οποιονδήποτε τρόπο σχέση με την παρούσα σύμβαση βαρύνουν αποκλειστικά και μόνον τον πιστούχο, στον οποίο επιρρίπτονται με χρέωση του λογαριασμού του πιστούχου. Κάθε φύσεως έξοδα ήτοι ενδεικτικά, τα δικαστικά, εγγραφής υποθήκης, εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, τροπής προσημείωσης υποθήκης σε υποθήκη, ασφάλισης βεβαρημένου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου ή βεβαρημένου με ενέχυρο κινητού πράγματος, φύλαξης, αναγκαστικής εκτέλεσης ή οποιαδήποτε άλλα έξοδα που πραγματοποίησε ή θα πραγματοποιήσει η τράπεζα εξαιτίας ή σε εκτέλεση της παρούσας σύμβασης βαρύνουν τον πιστούχο και είναι καταβλητέα από αυτόν έντοκα από την πληρωμή τους από την τράπεζα». Στο προσκομισθέν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού υπ’ αρ. ...... περιέχονται μεταξύ άλλων οι εξής χρεώσεις: 1) την 06η.08.2003 χρέωση ποσού 537,75 ευρώ για έξοδα εκτίμησης ακινήτου, 2) την 30η.09.2003 χρέωση ποσού 270,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 3) την 22α. 12.2003 χρέωση ποσού 270,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 4) την 31η.03.2004 χρέωση ποσού 270,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 5) την 13η.05.2004 χρέωση ποσού 12 ευρώ για έξοδα νομιμοποίησης, 6) την 30η.06.2004 χρέωση ποσού 270,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 7) την 30η.09.2004 χρέωση ποσού 100,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 8) την 31η.12.2004 χρέωση ποσού 100,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 9) την 31η.03.2005 χρέωση ποσού 100,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 10) την 30η.06.2005 χρέωση ποσού 100,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 11) την 30η.09.2005 χρέωση ποσού 270,00 ευρώ για έξοδα κίνησης λογαριασμού, 12) την 23η.01.2006 χρέωση ποσού 100,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 13) την 25η.06.2006 χρέωση ποσού 270,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 14) την 23η.10.2006 χρέωση ποσού 240,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 15) την 23η.04.2007 χρέωση ποσού χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 16) την 22°. 10.2007 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 17) την 21η.01.2008 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 18) την 21η.04.2008 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 19) την 21η.07.2008 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 20) την 24η.07,2009 χρέωση ποσού 15,00 ευρώ για πληρωμή καθυστέρησης - έξοδα, 21) την 21η.04.2010 χρέωση ποσού 200,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 22) την 21η.07.2010 χρέωση ποσού 200,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 23) την 21η.04.2011 χρέωση ποσού 250,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 24) την 21η.10.2011 χρέωση ποσού 250,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 25) την 23η.01.2012 χρέωση ποσού 250,00 ευρώ για μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση, 26) την 10η.01.2006 χρέωση ποσού 100,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 27) την 11η.04.2006 χρέωση ποσού 270,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 28) την 31η.08.2006 χρέωση ποσού 864,92 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση - έξοδα ασφαλιστηρίου, 29) την 02α. 10.2006 χρέωση ποσού 240,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 30) την 04η.04.2007 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα έγκρισης Π.Ο., 31) την 03η.10.2007 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 32) την 02α.01.2008 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 33) την 02α. 04.2008 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 34) την 01η.07.2008 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 35) την 01η.10.2008 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 36) την 02α.01.2009 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων, 37) την 01η.04.2009 χρέωση ποσού 50,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα έγκρισης Π.Ο., 38) την 01η.07.2009 χρέωση ποσού 275,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα β` τριμήνου 2009, 39) την 01η.10.2009 χρέωση ποσού 325,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα γ` τριμήνου, 40) την 06η.04.2010 χρέωση ποσού 200,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα Π.Ο. β` τριμήνου, 41) την 15η.07.2010 χρέωση ποσού 200,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα Π.Ο. γ` τριμήνου 2010, 42) την 04η.04.2011 χρέωση ποσού 250,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα Π.Ο. α` τριμήνου, 43) την 03η.10.2011 χρέωση ποσού 250,00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων -- έξοδα αξιολόγησης φακέλου Π.Ο. και 44) την 02α.01.2012 χρέωση ποσού 250.00 ευρώ για ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα αξιολόγησης φακέλου Π.Ο.. Η πρόσθεση αυτών των κονδυλίων αποδίδει άθροισμα 7.949,67 ευρώ. Η ύπαρξη του προαναφερθέντος υπ’ αρ. 23 γενικού όρου συναλλαγών της πιστωτικής σύμβασης δεν καθιστά σύννομες άνευ ετέρου όλες τις χρεώσεις και δη σύμφωνες με το περιεχόμενο της υπ’ αρ. 2501/2002 ΠΔΤΕ και αφ’ ετέρου δεν αποδείχθηκε ότι στην υπό κρίση περίπτωση όντως εκτελέσθηκαν όλες οι ενέργειες που αναγράφονται ως αιτιολογία των χρεώσεων, ώστε αυτές να δικαιολογούνται. Οι χρεώσεις με την αιτιολογία έξοδα κίνησης λογαριασμού, έξοδα νομιμοποίησης και μεταφορά εξόδων σε καθυστέρηση δεν έχουν νόμιμο έρεισμα, διότι η ενημέρωση των ανακοπτουσών για το υπόλοιπο της οφειλής τους γινόταν από την ίδια την τράπεζα, δηλαδή από τους αρμοδίους υπαλλήλους της και όχι από τρίτα συνεργαζόμενα με αυτή πρόσωπα, ώστε να δικαιολογείται η περιοδική χρέωση του ποσού των 50,00 ή των 100,00 ευρώ ή των 270.00 ευρώ ως αμοιβή για την παροχή ειδικής υπηρεσίας ή ως έξοδο υπέρ τρίτου. Οι χρεώσεις με τις αιτιολογίες ημερολογιακή χρέωση εξόδων - έξοδα έγκρισης Π.Ο., έξοδα τριμήνου, έξοδα αξιολόγησης φακέλου, έξοδα ασφαλιστηρίου, επίσης δεν έχουν νόμιμο έρεισμα, διότι οι ανωτέρω ενέργειες γινόταν από τους αρμοδίους υπαλλήλους της καθ’ ης τράπεζας και όχι από τρίτα συνεργαζόμενα με αυτή πρόσωπα, ώστε να δικαιολογούνται αυτές οι χρεώσεις ως αμοιβή για την παροχή ειδικής υπηρεσίας ή ως έξοδο υπέρ τρίτου. Οι ανωτέρω χρεώσεις δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις που θεσπίζονται στο κεφάλαιο ΣΤ της 2501/2002 ΠΔΤΕ, διότι δεν πρόκειται ούτε για προμήθειες οργάνωσης και διαχείρισης κοινοπρακτικών δανείων ούτε για προμήθειες αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών της πίστωσης που χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα. Ομοίως, δεν πρόκειται για αμοιβές για παρασχεθείσες ειδικές υπηρεσίες, ούτε για εφ’ άπαξ δαπάνες ή έξοδα υπέρ τρίτου προσώπου. Συνεπώς, οι παραπάνω χρεώσεις είναι παράνομες πλην μίας, ήτοι της χρέωσης ποσού 537,75 ευρώ για έξοδα εκτίμησης ακινήτου, η οποία είναι νόμιμη, διότι καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για πληρωμή της αμοιβής τρίτου προσώπου ήτοι του εκτιμητή (μεσίτη ή άλλου ειδικού συμβούλου) που προέβη στην εκτίμηση. Ο παράνομος χαρακτήρας αυτών των χρεώσεων διαπιστώθηκε ανεξαρτήτως, εάν ο προαναφερθείς γενικός όρος συναλλαγών της πιστωτικής σύμβασης, με την οποία χορηγήθηκε πίστωση με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, επέτρεπε την είσπραξη των ανωτέρω χρηματικών ποσών. Αποτέλεσμα αυτών των χρεώσεων ήταν να αυξηθεί παρανόμως το ποσό της οφειλής των ανακοπτουσών κατά το ποσό των (7.949,67-537,75) 7.411,92 ευρώ. Αυτό το ποσό δεν αφαιρέθηκε αλλά αντιθέτως ελήφθη υπ` όψιν για τον υπολογισμό της οφειλής τους κατά τη διαδικασία κλεισίματος του λογαριασμού, καταγγελίας της σύμβασης και έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Έτσι, το ποσό που διατάχθηκαν να καταβάλουν οι ανακόπτουσες στην καθ’ ης διογκώθηκε παρανόμως κατά 7.411,92 ευρώ. Ως εκ τούτου το σκέλος αυτό του τέταρτου λόγου της ανακοπής είναι εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο, οι δε προσβαλλόμενες διαταγή πληρωμής και συγκοινοποιηθείσα με αυτήν επιταγή προς πληρωμή πρέπει να ακυρωθούν ως προς το ποσό αυτό.
Μετά ταύτα, γενομένου εν μέρει δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του ανωτέρω σκέλους του τέταρτου λόγου και απορριπτομένων των υπόλοιπων λόγων της ανακοπής κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή ως προς το ποσό των -7.411,92- επτά χιλιάδων τετρακοσίων έντεκα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών και να καταδικαστεί η καθ’ ης σε μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτουσών λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρο 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. καταθ. 31412/2012 ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ ως προς το ποσό των -7,411,92- επτά χιλιάδων τετρακοσίων έντεκα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών: α) την υπ’ αρ. 23158/2012 διαταγή πληρωμής Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 23484/2012 διορθωτική απόφαση {διαταγή πληρωμής) και β) την με ημερομηνία 01.10.2012 επιταγή προς πληρωμή ποσού 23.565,31 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που συντάχθηκε κάτω από ακριβές αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, υπογεγραμμένη από την δικηγόρο Θεσσαλονίκης ....., και επιδόθηκε στις ανακόπτουσες την 04η. 10.2012.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των ανακοπτουσών, το οποίο ορίζει στο ποσό των -400- τετρακοσίων ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 05 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
THOMAS STEF. HEUREUX ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ