Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, «σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την πρώτη εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής», ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα […]”
Ενόψει του γεγονότος πως χιλιάδες ακίνητα κινδυνεύουν να περάσουν στην κυριότητα του Δημοσίου μετά το πέρας των σχετικών προθεσμιών διόρθωσης είτε διότι καταχωρήθηκαν ως “αγνώστου ιδιοκτήτη” στα οικεία κτηματολογικά φύλλα είτε διότι δηλώθηκαν εσφαλμένως ως ανήκοντα στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ανακύπτει το ερώτημα ποιος θα αναγραφεί ως αληθινός δικαιούχος με την αίτηση ή αγωγή του άρθρου 6 του Ν. 2664/2018 σε περίπτωση που ο δικαιούχος κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών (που συμπίπτει με τον χρόνο έναρξης ισχύος του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου) έχει σήμερα αποβιώσει.
Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση για διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής ασκείται από τους κληρονόμους αυτού ή από όποιον έχει έννομο συμφέρον και έχει ως αίτημα τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή του αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών. Η διατύπωση του αιτήματος για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή ως αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών έχει άμεση σχέση και συναρτάται με το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και συγκεκριμένα με το εάν αυτός συνέβη πριν ή μετά την έναρξη λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Και αυτό γιατί η κτήση της κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα ότι, ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του σχετικού εγγράφου για την αποδοχή κληρονομιάς, αυτή ανατρέχει πάντοτε στο χρόνο επαγωγής (ex tunc), που είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου κατά τα άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 ΑΚ, άσχετα με το χρόνο μεταγραφής ή εγγραφής του σχετικού εγγράφου αποδοχής της κληρονομιάς.
Συνεπώς: α) εάν ο θάνατος του κληρονομούμενου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, δηλαδή ο αποβιώσας κατά το χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομούμενου στο κτηματολογικό φύλλο και β) αντίθετα, εάν ο θάνατος του κληρονομούμενου επήλθε πριν την έναρξη ισχύος του Κτημα τολογίου, τότε οι δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού, δεδομένου ότι δε νοείται να είναι φορέας εμπραγμάτων δικαιωμάτων πρόσωπο το οποίο δεν υπάρχει, και με την αίτηση θα ζητείται αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος με αιτία κτήσης Κληρονομιά και τίτλο κτήσης την ήδη εγγραφείσα κατ’ άρθρο 7Α Ν. 2664/1998 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς.
[ΕφΑθ 5848/2010, ΕλλΔνη 2011, 568, ΜΠρ Λαμ 28/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρ Θεσ. 3363/2017 ΝΟΜΟΣ].
Thomas Stéph. Été
Avocat MDE