Το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθ. 348/2022 Απόφαση του, επί υποθέσεως που χειρίστηκε επιτυχώς το γραφείο μας, διέταξε την αποπληρωμή του συνολικού ποσού των 19.000,00 ευρώ, με μηνιαίες δόσεις των 55,55 ευρώ για 3 έτη και 94,45 ευρώ για 15 έτη, έναντι μηναίων δόσεων 454,70 ευρώ και συνολικής οφειλής ποσού 100.887,73 ευρώ. Το κούρεμα των οφειλών ανήλθε σε ποσοστό 82% χωρίς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτούσα, η οποία κληρονόμησε το χρέος από τον αποβιώσαντα υιό της “πράγματι σήμερα βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, Η κρίση αυτή συνάγεται από την σχέση ρευστότητας της προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της,, η υπολειπόμενη ρευστότητα δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών της ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους, χωρίς προς τούτο να φέρει ευθύνη“.
Ακολουθεί απόσπασμα της υπ’ αριθ. 348/2022 Απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ Ν. 3869/2010
Αριθμός: 348/2022
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Καρδάκου, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και τη Γραμματέα Χριστίνα Μαραγκάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2021 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: …… η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Θωμά Καλοκύρη (AM: 11982 ΔΣΘ).
ΤΗΣ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ……
ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ……. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της …… […]
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[…] Στη διαδικασία ρυθμίσεως των οφειλών κατά τον Ν. 3869/2010 οι μη συμμετέχοντες πιστωτές διατηρούν την ιδιότητα του τρίτου έναντι της εξελισσόμενης διαδικασίας. Οι πιστωτές επομένως αυτοί που δεν περιελήφθησαν στην αίτηση του οφειλέτη μπορούν να επιλέξουν να ασκήσουν παρέμβαση στη δίκη, αν δικαιολογούν έννομο συμφέρον, Στην περίπτωση αυτή το σχετικό αίτημα προσδίδει στην εκούσια συμμετοχή του τρίτου στη διαδικασία, το χαρακτήρα της κύριας παρεμβάσεως, η οποία μάλιστα, μπορεί να ασκηθεί και με απλή δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 εδ.β’ ΠιΚ σε συνδ.με το άρθρο 15 Ν. 3869/2010 (βλ. Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, σελ. 83- 86, αριθ. 7-11, ΕιρΑΘ 48/2011, ΕιρΑθ 68/2011), κατά παράκαμψη της αντίστοιχης διατάξεως του άρθρου 752 παρ. 1 ΚΠολΔ (Π. Αρβανιτάκης, Η Εκούσια Δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), καθώς η απόλυτη διαδικαστική ελευθερία του τρίτου να παρεμβαίνει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου που επιλαμβάνεται της αίτησης δικαστικής ρύθμισης των οφειλών, φαίνεται να επιβάλλεται (βλ.άρθρο 15 ν.3869/2010…”όπου επιβάλλεται..,”) από την ανάγκη αποτελεσματικής κατοχύρωσης των συμφερόντων του συνόλου των πιστωτών του αιτούντος, επομένως και των παρεμβαινόντων (Π, Αρβανιτάκης, Η Εκούσια Δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο ίου ν. 3869/2010 για την ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την εκφώνηση της αίτησης εμφανίστηκε ……. και άσκησε κύρια παρέμβαση με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, όσον αφορά τις απαιτήσεις της, στα δικαιώματα της οποίας υπεισήλθε δυνάμει ειδικής διαδοχής. Με τις προτάσεις της που προσκόμισε στο ακροατήριο ανέπτυξε τη δήλωση αυτή ως κύρια παρέμβαση, αιτούμενη κατά κύριο λόγο την απόρριψη της αιτήσεως, η οποία κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου θεωρείται ότι εμπεριέχει ως επικουρικό αίτημα τη ρύθμιση των οφειλών της αιτούσας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω η ανωτέρω κύρια παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα διατηρεί την ιδιότητα του τρίτου έναντι της εξελισσόμενης διαδικασίας (αρθρ, 70 ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις του αρθρ. 54 παρ, 1 εδ.β1 ΠτΚ σε συνδυασμό με τα άρθρ. 8 και 15 Ν. 3869/2010. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη.
Με την υπό κρίση αίτηση, η απούσα επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις πιστώτριές της, που αναφέρονται στην αίτηση, ζητεί κατά κύριο λόγο την επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, όπως προτείνεται από την ίδια ή ως αυτό τροποποιηθεί και επικουρικά, σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού τη διευθέτησή τους από το δικαστήριο, ώστε να επέλθει απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο ίων χρεών της έναντι της προαναφερόμενης πιστώτριάς της, όπως σαφώς συνάγεται από ίο όλο περιεχόμενο της αίτησης, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης, που υποβάλλει, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση, που εκθέτει αναλυτικά, καθώς και να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της και τα λοιπά αναφερόμενα στην αίτηση περιουσιακά της στοιχεία. Τέλος, ζητεί να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση αρμόδια καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο για να εκδικασθεί με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 του Ν. 3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της, τηρήθηκε η διαδικασία του προδικαστικού συμβιβασμού, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρ. 11 του Ν. 4161/2013, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 2 του Ν. 3869/2010. Εξάλλου, δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της απούσας, ούτε έχει εκδοθεί προγενέστερα απόφαση για ρύθμιση των οφειλών της, στο παρόν Δικαστήριο ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, όπως προκύπτει από τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου (βλ, σχετικά έγγραφα). Παραδεκτά δε η παρούσα αίτηση εισάγεται προς συζήτηση μετά: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της μετόχου σας στη δίκη πιστώτριας και β) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού. Περαιτέρω η αίτηση συνοδεύεται από: α) τα έγγραφα που ο οφειλέτης έχει στη διάθεσή του και αφορούν στην περιουσία και τα ειοοδήματά του, στα κάθε φύσης εισοδήματά του, στις πιστώτριές του και τις απαιτήσεις τους, β) έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του οφειλέτη όσον αφορά την ορθότητα του περιεχομένου της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 Ν. 3869/2010, την ορθότητα και πληρότητά ίων καταστάσεων ι) της περιουσίας του και των εισοδημάτων του, ϋ) των πιστωτριών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα καθώς και της μη υπάρξεως μεταβιβάσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία τριετία [βλ. άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως η ηαρ. 2, που είχε ανπκατασταθεί από το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4161/2013, αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 2 παρ, Α υποπαρ.Α,4 άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14.08.2015) και καταλαμβάνει τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του (19.08.2015) – άρθρο 2 παρ. Α υποπαρ.Α,4 άρθρο 2 παρ. 5 και άρθρο 4 του Ν. 4336/2015]. Μετά δε την παραλαβή και πρωτοκόλληση της αίτησης από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και αφού διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν τυπικές ελλείψεις, ανοίχθηκε φάκελος για την τήρηση των εγγράφων και ορίσθηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης, καθώς και δικάσιμος για τη συζήτηση της επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος απέτυχε Kat χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή. Περαιτέρω, η αίτηση είναι ορισμένη, απορριπτομένης της ένστασης αοριστίας που προέβαλε η κυρίως παρεμβαίνουσα, καθόσον η αιτούσα περιλαμβάνει στην αίτησή της τα στοιχεία του άρθ. 4 παρ. 1 Ν 3869/2010 καθώς και τις προϋποθέσεις του άρθ. 1 του Ν 3869/2010, δεδομένου ότι πέραν των αναφερομένων στις παραπάνω διατάξεις, κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 και 11 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με τους Ν. 4336/2015 και 4549/2018, ο οποίος εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του αιτήσεις (σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του). Ωστόσο, το αίτημα να επικυρωθεί το σχέδιο διευθετήσεων κατ’ άρθρο 7 του Ν, 3869 /2010, είναι μη νόμιμο, αφού η επικύρωση τou σχεδίου αυτού από τους διαδίκους, κατά το ίδιο ως άνω άρθρο (7 του Ν. 3869/2010), δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως ίου άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας αυτών, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθετήσεως οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την, κατά τα ανωτέρω, επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του, επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο, από την επικύρωσή του, αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο, στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αιτήσεως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση, δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό την αιτούσα ή τους πιστωτές της και, συνεπώς, το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση και πρέπει να απορριφθεί. Επιπλέον, το αίτημα να εξαιρεθούν από την εκποίηση τα λοιπά περιγραφόμενα στην αίτηση περιουσιακά της στοιχεία, επίσης απορρίπτεται ως μη νόμιμο, καθώς στο άρθρ, 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 προβλέπειαι η δυνατότητα να ζητήσει ο οφειλέτης την εξαίρεση της εκποιήσεως μόνο της κυρίας κατοικίας του και όχι άλλου περιουαιακού του στοιχείου. Το Δικαστήριο ωστόσο συνεκτιμώντας τις εν γένει συνθήκες είναι δυνατόν να κρίνει ότι κάποιο περιουσιακό στοιχείο δεν είναι πρόσφορο προς εκποίηση για τους ειδικότερα μνημονευόμενους στην απόφασή του λόγους. Νόμω αβάσιμη κρίνειαι και ως προς το αίτημα να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ ίων διαδίκων καθώς στη διαδικασία του Ν. 3869/2010 δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται. Κατά τα λοιπά, μετά και την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης, η αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Τόσο με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά όσο και με τις προτάσεις της, η κυρίως παρεμβαινουσα, αρνήθηκε την αίτηση και προέβαλε τους ακόλουθους ισχυρισμούς και ενστάσεις: α) ισχυρίστηκε ότι η αιτούσα δεν βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, διότι από κανένα στοιχείο της αίτησης και τα προσκομίζομε να έγγραφα δεν προκύπτει ουδεμία ουσιώδης μεταβολή των οικονομικών της δυνατοτήτων ούτε γεγονότα που την οδήγησαν σε αδυναμία πληρωμής. Ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αίτησης συνιστάμενη στην έλλειψη μίας εκ των ουσιαστικών προϋποθέσεων του ν.3869/2010, ήτοι της μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των οφειλών της απούσας και θα ερευνηθεί στο πλαίσιο της βασιμότητας της υπό κρίση αίτησης, β) την ένσταση δόλιας περιέλευσης της απούσας σε αδυναμία πληρωμής, διότι η αιτούσα εγγυήθηκε σε δάνεια που έλαβε ο γιος της δημιουργώντας χρέη συνολικού ύψους 100.887,73 ευρώ, ενώ γνώριζε ότι με βάση τα εισοδήματά της δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις ανειλημμένες δανειακές της υποχρεώσεις. Η εν λόγω ένσταση είναι νόμιμη, ερειδόμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης επί της ουσίας και γ) την ένσταση ανειλικρινούς δήλωσης-παρά βάσης του καθήκοντος ειλικρίνειας (άρθρο 10 παρ. 1 του Ν3869/2010) για τον λόγο ότι, η αιτούσα δεν προσδιορίζει με ακρίβεια το ύψος των μηνιαίων εισοδημάτων και των δαπανών της κατά τον χρόνο παροχής των εγγυήσεων, ούτε το ύψος της μηνιαίας δόσης που οφείλε να καταβάλει, ώστε δεν δύναται να διαφανεί η οικονομική της κατάσταση την περίοδο ανάληψης των δανειακών της υποχρεώσεων και η δυνατότητα εξυπηρέτησής τους. Η εν λόγω ένσταση κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη, δεδομένου ότι η πιστώτρια που την υποβάλλει, φέρουσα το βάρος αποδείξεως, πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι ο οφειλέτης απέκρυψε συγκεκριμένα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία και εκ δόλου ή βαριάς αμέλειας παρέλειψε τη δήλωσή ιούς (βλ. Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, τέιαριη έκδοση, Αρθρο 10, αρ. 43, σελ. 464).
Από την εκτίμηση της ένορκης εξέτασης του μάρτυρα της αιτούσας που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, καθώς και όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τα οποία κανένα δεν παραλείπεται για την ουσιαστική διάγνωση της υπό κρίση υπόθεσης αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα, ηλικίας 70 ετών είναι χήρα από το 2010 και μητέρα τεσσάρων ενηλίκων τέκνων, εκ των οποίων ο υιός της ……….. απεβίωσε την 7.12.2009 (βλ, βεβαίωση του Δήμου Ορεστιάδας του Νομού Έβρου, υπ’ αρ. 206/11/09 ληξιαρχική πράξη θανάτου τou Ληξιαρχείου του Δήμου Θεσσαλονίκης, υπ’αρ. 34/Α /2011 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου του Δήμου Θερμαϊκού). Η αιτούσα είναι συνταξιούχος με μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές συνολικού ποσού 922,48 ευρώ, ήιοι 676,14 ευρώ σύνταξη γήρατος και 246,34 ευρώ σύνταξη χηρείας (βλ. μηνιαίο ενημερωτικό σημείωμα πληρωμής σύνταξης Απριλίου 2021 και Δεκεμβρίου 2020). Η αιτούσα πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέριαση και ρευματοειδή αρθρίτιδα και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή (βλ. γνωμάτευση ιατρού παθολόγου – διαβητολόγου Θεοδοσίας Κεχίδου).
Η αιτούσα διαμένει με τον υιό της …., ο οποίος είναι άνεργος, σε ένα διαμέρισμα του πέμπτου (5ου) ορόφου οικοδομής, στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού ………. που της ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’ αρ. 672/13.10.2011 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του αποβιώσαντος συζύγου της ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αικατερίνης Αηδονίδου. Το ανωτέρω διαμέρισμα αποτελεί την κύρια κατοικία της για την οποία ζητεί την εξαίρεσή της από την εκποίηση κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν3869/2010, η δε ανιικειμενική αξία του μεριδίου της ανέρχεται στο ποσό των 16.038 ευρώ (βλ. ΕΝΦ1Α 2020). Επιπλέον, η απούσα διαθέτει κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 10,50% εξ αδιαιρέτου έναν αγρό εκτάσεως 6.750 τ.μ. με αριθμό τεμαχίου …., εντός του οποίου υπάρχει κτίσμα εμβαδού 24 τ.μ. έτους ανέγερσης 1996, που βρίσκεται στο αγρόκτημα της …….. του Νομού Θεσσαλονίκης, άρτιου και οικοδομήσιμου, εντός σχεδίου πόλεως, ο οποίος αποτελεί αυτοτελές και διαιρετό τμήμα μεγαλύτερου αγρού με αριθμό …. συνολικού εμβαδού 13.500 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αρ, 6706/8.6.1990 συμβολαίου αγοραπωλησίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Ευθυμιάδου- Δημητρίου. Τέλος, διαθέτει ένα IX αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής HYUNDAI ACCENT, 1.399 κ.εκ., έτους κυκλοφορίας 2009 και με αριθμό κυκλοφορίας ……. Το ανωτέρω ποσοστό της αιτούσας επί του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου, καθώς και τo αυτοκίνητό της δεν κρίνονται πρόσφορα προς εκποίησή, διότι σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον και να αποφέρουν κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της πιστώτριας, λόγω της χαμηλής εκτιμώμενης αξίας τους, λόγω τoυ ποσοστού συγκυριότητας της αιτούσας επί ίου ακινήτου και της παλαιότητας ίου αυτοκινήτου, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ.), γι’ αυτό και κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρο 9 παρ, 1 ν, 3869/ 10 εκποίησή τους.
Το ποσό, που είναι αναγκαίο να δαπανάται μηνιαίως για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της, λαμβάνοντας υπόψη και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, οι οποίες όμως λειτουργούν μόνο ως κατευθυντήριες γραμμές (βλ, 1, Βενιέρης- Θ, Κατσάς, Εφαρμογή του ν, 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, Γ’ Έκδοση, σελ. 498), ανέρχεται σε 772,48 ευρώ, το οποίο καλύπτεται από τη σύνταξή της. ‘Άλλωστε πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο οφειλέτης, ο οποίος ζητά να υπαχθεί στις ευεργετικές γι’ αυτόν διατάξεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του μόνο στις απολύτως απαραίτητες, για το προβλεπόμενο από τον νόμο χρονικό διάστημα των τριών ετών. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα ανέλαβε τα παρακάτω χρέη προς την καθ’ ης πιστώτρια, τα οποία είτε είναι εξασφαλισμένα με εγγυήσεις είτε όχι, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και τα τελευταία υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, ενώ τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα συνεχίζουν να εκτοκίζονται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρ. 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010) και οφείλει στην «…..», τα παρακάτω ποσά κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα: α) από την υπ’ αρ. 10158000002696179 σύμβαση στεγαστικού δανείου (εγγυήτρια), το ποσό των 70.656,13 ευρώ και β) από την υπ’ αρ. 10158000002696799 σύμβαση στεγαστικού δανείου (εγγυήτρια), ίο ποσό των 30.231,60 ευρώ. Επομένως, το σύνολο της οφειλής της απούσας ανέρχεται στο ποσό των 100.887,73 ευρώ.
Με βάση τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι τα ανωτέρω δάνεια λόγω ίου ύψους τους και της πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα η αιτούσα, που άνωθεν περιγράφεται, την οδήγησαν σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της προς την πιστώτριά της, από το έτος 2015, καθώς υπέστη μείωση στα εισοδήματά της. Κατά τον χρόνο παροχής των εγγυήσεων στις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις (2006), ο σύζυγός της βρισκόταν εν ζωή και το οικογενειακό τους εισόδημα ανερχόταν στο ποσό των 1.340 ευρώ περίπου μηνιαίως (βλ. εκκαθαριστικό οικονομικού έτους 2007), η δε μηνιαία δόση για την εξυπηρέτηση των δανείων, σύμφωνα με το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης, ανέρχεται στο ποσό των 454,70 ευρώ και μπορούσε να καλυφθεί από την αιτούσα. Εξάλλου τα ανωτέρω δάνεια αποπληρώνονταν από τον πρωτοφειλέτη υιό της ….., όσο αυτός βρισκόταν εν ζωή. Μετά τον θάνατο του υιού της, τα ανωτέρω δάνεια εξυπηρετούνταν από την χήρα σύζυγο και κληρονόμο του ……. μέχρι τον Μάιο του 2016 (βλ. υπ’ αρ. 3670/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου), ενώ στη συνέχεια η ίδια περιήλθε σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής λόγω περιέλευσής της σε καθεστώς ανεργίας. Το ίδιο χρονικό διάστημα η αιτούσα δεν δ ύ να το να συνεχίσει τις καταβολές των μηνιαίων δόσεων για την εξυπηρέτησή τους, δεδομένου ότι ο σύζυγός της είχε αποβιώσει ή6η από ίο 2011 και η ίδια είχε υποστεί μείωση των εισοδημάτων της, ενώ εμφάνισε και προβλήματα υγείας, με συνέπεια να περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των οφειλών της. Βρίσκεται δε, πράγματι σήμερα η απούσα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, Η κρίση αυτή συνάγεται από την σχέση ρευστότητας της προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της (όπως ανωτέρω προσδιορίστηκαν), η υπολειπόμενη ρευστότητα δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών της ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους, χωρίς προς τούτο να φέρει ευθύνη (βλ. και ΕιρΚουφ 1/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αδυναμία πληρωμής του εξάλλου είναι επιγενόμενη και δεν προ υπήρχε κατά τη σύναψη των δανειακών της υποχρεώσεων, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα. Για τους λόγους αυτούς η συμπεριφορά της απούσας δεν κρίνεται στο σύνολό της δόλια, απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως της κυρίως παρεμβαίνουσας. Πληροί επομένως η αιτούσα όλες τις εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010.
Εφόσον επομένως η αιτούσα ανταποκρίθηκε επαρκώς στην υποχρέωσή της να αποδείξει τη συνδρομή στο πρόσωπό της των προϋποθέσεων του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα αυτές των άρθρ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 όπως οι τελευταίες συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του Ν. 4336/2015 και 4346/2015 (αρθρ. 338 ΚΠολΔ) αλλά και τις διατάξεις του Ν. 4549/2018 (ΦΕΚ A 105/14.6.2018), ο οποίος εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του αιτήσεις (σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του), το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση ίων οφειλών της. Έτσι η ρύθμιση των οφειλών αυτών θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιστώτρια από τα εισοδήματα της επί τριετία {36 μήνες) που θα αρχίσουν αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης (αρθρ. 8 παρ 3 Ν. 3869/2010). Όσον αφορά τo ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης το προς διάθεση ποσό μηνιαίως ορίζεται για την αιτούσα στο ποσό των 150 ευρώ, το οποίο θα καταβάλλει στην πιστώτρια της για τρία έτη (36 μήνες). Υπενθυμίζεται στην αιτούσα ότι εφόσον βελτιωθούν τα εισοδήματα του ή η περιουσιακή του κατάσταση με οιονδήποτε τρόπο, οφείλει, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 8 του προκείμενου νόμου, να το γνωστοποιήσει μέσα σε ένα μήνα στη γραμματεία του Δικαστηρίου, καθώς οι οφειλέτες κατ’ άρθρ. 10 παρ. 1 εδαφ. α’ του ίδιου ως άνω νόμου έχουν υποχρέωση υποβολής ειλικρινούς δηλώσεως καθ’ όλο το χρονικό διάστημα ρύθμισης των οφειλών τους. Το δε ποσό, το οποίο θα κληθεί να καταβάλει εν τελεί η αιτούσα, ως δόση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ, 2, θα οριστεί μετά την κατανομή με τη μηνιαία δόση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της (άρθρο 9 παρ. 2β ν. 3869/2010, όπως προστέθηκε με το άρθρο 62 παρ. 3 του ν, 4549/2018).
Η παραπάνω ρύθμιση των οφειλών της αιτούσας θα συνδυασθεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν, 3869/2010, όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή του από το άρθρ, 14 too Ν. 4346/2015, εφόσον με τις καταβολές της ως άνω ρυθμίσεως δεν επέρχεται εξόφληση των απαιτήσεων της πιστώτριας και προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση, μετά το οποίο η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις που τάσσονται οπό το εν λόγω άρθρο, όπως ισχύει από 1.1.2016 για την ένταξή ιούς στη ρύθμιση. Εν προκειμένω αποδείχτηκε ότι: α) το ακίνητο που περί γράφεται ανωτέρω συνιστά την μοναδική κατοικία της αιτούσας, β) η αιτούσα έχει μηνιαίο εισόδημα που δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70 % (772,48 ευρώ δαπάνες διαβίωσης X 170 % » 1.313,21 ευρώ), εφόσον αυτό ανέρχεται στο ποσό των 922,48 ευρώ, γ) η αντικειμενική αξία της κατοικίας της δεν υπερβαίνει το όριο προστασίας που θέτει ο νόμος (180.000 ευρώ για άγαμο, προσαυξημένο κατά 40.000 ευρώ για έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ για κάθε τέκνο και μέχρι τρία κατ’ ανώτατο όριο) και δ) η αιτούσα είναι συνεργάσιμη δανειολήπτρια έναντι της πιστώτριάς της, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η συνδρομή της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, Συνεπώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ένταξη της κύριας κατοικίας της στη ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 για εξαίρεση από την εκποίηση. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω διάταξη προκειμένου να καθορισθεί το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, θα πρέπει αφενός να ληφθεί υπόψη η μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής ίου και αφετέρου το ότι θα καταβάλλει τέτοιο ποσό ώστε οι πιστωτές του να βρίσκονται στην ίδια οικονομική θέση σε σύγκριση με την ικανοποίησή ιούς από τυχόν εκποίηση της κατοικίας από αναγκαστική εκτέλεση. Συνεπώς σημασία πλέον για το τι θα καταβάλλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του έχει το εκτιμώμενο ποσό του πλειστηριάσματος, βάσει της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου, αφαιρουμένων των εξόδων της εκτέλεσης, ενώ η τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία (βλ, αρθρ, 993 παρ. 2 εδ. γ’ και 995 παρ. 1 εδ. 6‘ ΚΠολΔ καθώς και Π.Δ. 59/2016 και υπ’ αριΟμ. 54/2015 Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος). Για τη διάσωση λοιπόν αυτής η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει το ποσό που θα ελάμβανε η πιστώτριά της σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι ποσό που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία αυτού (βλ. αρθρ. 993 παρ. 2 εδ. γ και 995 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ), αφαιρουμένων των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της τιμής πώλησης κατοικιών των αυτών χαρακτηριστικών, του εμβαδού και της παλαιότητάς του, της περιοχής όπου αυτό βρίσκεται, των διδαγμάτων κοινής λογικής και πείρας και των συνθηκών της αγοράς, της εμπορικής αξίας όμοιων ακινήτων στην ίδια περιοχή, της τιμής αγοράς του, της από 15,11.2019 εκτίμησης του μηχανολόγου μηχανικού Αντωνίου Οικονομόπουλου που προσκομίζει η αιτούσα, η εμπορική αξία του μεριδίου της επί της κατοικίας αυτής εκτιμάται στο ποσό των 20.000 ευρώ. Αφαιρώντας δε τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης (αμοιβές δικαστικών επιμελητών, συμβολαιογράφου, κόστος δημοσίευσης κ.χ.λ.) που υπολογίζονται σε 3.000 Ευρώ, το ελάχιστο ποσό που θα ελάμβανε η πιστώτριά της σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης δια πλεισιηριαυμού της κύριας κατοικίας του ανέρχεται στο ποσό των 17.000 ευρώ. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνο με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος. Θα ξεκινήσει τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ο δε χρόνος εξόφλησής του πρέπει να οριστεί σε 15 χρόνια (180 μηνιαίες δόσεις), λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας αποπληρωμής των δανείων, της οικονομικής δυνατότητας της απούσας, αλλά και της ηλικίας της, εκάστη δε μηνιαία δόση θα είναι καταβλητέα μέσα στο πρώτο δεκαήμερο έκαστου μηνός. Στο πλαίσιο συνεπώς της ως άνω ρύθμισης, η απούσα θα πρέπει να καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 94,45 ευρώ (17.000 ευρώ/180 μήνες) προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της πιστώτριάς της κατ’ αναλογική εφαρμογή του αρθ. 974 επ. ΚΠολΔ. Ωστόσο σύμφωνα με την παράγραφο 2β άρθρου 9 ν.3869/2010, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 62 παρ. 3 του ν. 4549/2018 και η οποία σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 68 των μεταβατικών διατάξεων του τελευταίου, εφαρμόζεται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, ήτοι κατά την 14η-06-2018, «Κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8 το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης». Στην προκειμένη περίπτωση, ορίσθηκε το ποσό των 150 ευρώ για την απούσα, ως η μεγίστη μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής της. Έτσι, από το ποσό των 150 ευρώ ποσό 94,45 ευρώ, θα αποτελεί τη δόση για τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της απούσας, όπως προαναφέρθηκε και συνεπώς το απομένον υπόλοιπο των 55,55 ευρώ μηνιαίως, θα αποτελεί τη δόση για τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2. Συνεπώς, όσον αφορά τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας και επί τρία χρόνια (36 μήνες) στην ….. το ποσό των 55,55 ευρώ μηνιαίως, συμμέτρως προς τις απαιτήσεις της ως εξής: α) για την υπ1 αρ. 10158000002696179 σύμβαση στεγαοτικού δανείου, το ποσό των 38,90 ευρώ και β) για την υπ’ αρ. 10158000002696799 σύμβαση στεγαοτικού δανείου, το ποσό των 16,65 ευρώ. Όσον αφορά τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2, θα πρέπει να καταβάλει από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας το ποσό των 94,45 ευρώ μηνιαίος σε 180 μηνιαίες δόσεις. Κατά τον παραπάνω τρόπο, πληρούνται αμφότερες οι βασικές αρχές που διέπουν τις δύο ρυθμίσεις, ήτοι η αρχή της μη υπέρβασης της μηνιαίας μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτή της διασφάλισης ότι η πιστώτρια της απούσας δεν θα βρεθεί σε χειρότερη οικονομική θέση σε σχέση με το ποσό που έχει ορισθεί να λάβει ως αντάλλαγμα για τη διάσωση της κατοικίας της.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατά την ουσιαστική της πλευρά και να ρυθμιστούν οι αναφερόμενες στην αίτηση αυτή οφειλές της απούσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των διάδικων που δικάζονται ερήμην δεν ορίζεται, διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής, δεν προβλέπεται από το νόμο (άρθ. 14 ν. 3869/2010). Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρ. 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει.
由于这些原因
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης πιστώτριας και αντιμωλία των λοιπών δια δικών.
ΣΥΝΕΚΔ1ΚΑΖΕΙ την αίτηση και την κύρια παρέμβαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι έκρινε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση,
ΔΕΧΕΤΑΙ την κύρια παρέμβαση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της απούσας κατ’ άρθρ. 8 παρ.2 ν. 3869/2010 επί τριετία, ήτοι επί 36 μήνες με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών προς την «…..», ποσού πενήντα πέντε ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (55,55), οι οποίες θα αρχίσουν από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας και θα είναι καταβλητέες το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός, του ποσού συμμέτρως διανεμόμενου μεταξύ των απαιτήσεων της, ως εξής: α) για την υπ’ αρ. 10158000002696179 σύμβαση στεγασιικού δανείου, το ποσό των 38,90 ευρώ και β) για την υπ’ αρ, 10158000002696799 σύμβαση στεγαστικού δανείου, το ποσό των 16,65 ευρώ.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης: α) την κύρια κατοικία της απούσας, ήτοι ένα διαμέρισμα του πέμπτου (5qu) ορόφου οικοδομής, στη Θεσσαλονίκη, ….. που της ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου και β) τα λοιπά αναφερόμενα στην αίτηση περιουσιακά της στοιχεία.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων ευρώ (17.000) για χρονικό διάστημα 15 ετών (180 μήνες) και ειδικό ιερά επιβάλλει σ’ αυτήν την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαίως για 180 συνεχείς μήνες, το ποσό των 94,45 ευρώ στην …. αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας. Από τις καταβολές αυτές θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της πιστώτριάς της κατ’ αναλογική εφαρμογή ταυ αρθ. 974 επ. ΚΠαλΔ. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα γίνεται μέσα στο πρώτο δεκαήμερο κάθε μήνα και χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό ίων πράξεων Κύριας Αναχρηματοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος.
托马斯·斯蒂芬.夏天
MDE律师