Ακολουθεί η υπ’ αριθ. 2195/2019 Απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δικαίωσε συνταξιούχο, που λάμβανε νόμιμα σύνταξη αναπηρίας ύστερα από απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΕΦΚΑ-ΟΑΕΕ, όταν το ίδιο το ΕΦΚΑ άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του δικού του οργάνου ζητώντας την ακύρωση της, η οποία προσφυγή και εντέλει απερρίφθη από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με την αιτιολογία ότι «η δυνατότητα των ασφαλιστικών οργανισμών να ασκούν προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά αποφάσεων των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών τους, ήτοι δικών τους οργάνων, ανοίγοντας έτσι ενδοστρεφή δίκη, υφίσταται, μόνον εφόσον αυτή προβλέπεται ρητά ή συνάγεται σαφώς από τον νόμο» και συνεπώς, το προσφεύγον ν.π.δ.δ. δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς προς άσκηση της εν λόγω προσφυγής.
“Αριθμός απόφασης: 2195/2019
塞萨洛尼基一审行政法院
ΤΜΗΜΑ Α’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιουλίου 2018, με δικαστές τις: Αντωνία Κυπαρίσση, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Χριστίνα Γκρέκα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Ανθούλα Χίρτογλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. (Εισηγήτρια) και γραμματέα τον Βασίλειο Κατουρτζίδη, δικαστικό υπάλληλο, για να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 21-8-2012 (αρ. κατ. ΠΡ4012/2012),
τ ο υ ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών» (Ο.Α.Ε.Ε.) και, ήδη, του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), οιονεί καθολικού διαδόχου του εντασσόμενου σε αυτό Ο.Α.Ε.Ε., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, για το οποίο παραστάθηκε, με την κατατεθείσα στις 12-7-2018 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος …………………..
κ α τ ά τ ο υ ……………………, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός …………. αρ. …., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου 托马斯·卡洛基里斯.
Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία, Σκέφτηκε σύμφωνα με το Νόμο.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου [άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α’ 31), σε συνδυασμό με το άρθρο 285 παρ. 2 περ. ζ’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας], ζητείται η ακύρωση της 407/Συν. 38/23-5-2012 (β) απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) της Περιφερειακής Διεύθυνσης Β’ Τομέα Θεσσαλονίκης του Ο.Α.Ε.Ε., με την οποία έγινε δεκτή ένσταση του καθ’ ου η προσφυγή, συνταξιούχου (λόγω αναπηρίας) του προσφεύγοντος ν.π.δ.δ., κατά της 3358/16-9-2011 απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Συντάξεων της ίδιας ως άνω Διεύθυνσης περί μη παρατάσεως της συνταξιοδότησής του λόγω αναπηρίας κατά το χρονικό διάστημα από 31-3-2011 έως 31-3-2012. Με το ως άνω αντικείμενο η κρινόμενη προσφυγή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει, όμως, να εξεταστεί, περαιτέρω, εάν ασκήθηκε παραδεκτώς κατά τα λοιπά.
2. Επειδή, εξάλλου, η παρούσα δίκη νόμιμα συνεχίζεται χωρίς διακοπή από το συσταθέν με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α’ 85) και παρασταθέν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), ως οιονεί καθολικό διάδοχο από 1-1-2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του, του εντασσόμενου σε αυτό (προσφεύγοντος) Ο.Α.Ε.Ε., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 53 του ανωτέρω νόμου [βλ. και άρθρα 70 παρ. 9 και 62 παρ. 3 περ. Δ’, Ε’ και Η’ του ν. 4387/2016, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 4445/2016 (ΦΕΚ Α’ 236), βλ. ΣτΕ 2679/2017, 2623/2017 κ.ά.].
3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α’ 97), όριζε στο άρθρο 64, όπως η παρ. 2 αυτού ίσχυε προτού αντικατασταθεί από την παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α’ 213), ότι: «1. Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος: α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, ή β) στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου. 2. Προσφυγή μπορεί επίσης να ασκήσει: α) Ο Υπουργός Οικονομικών … β) Κάθε άλλη αρχή, …, εφόσον ειδική διάταξη νόμου αναγνωρίζει σε αυτούς τέτοιο δικαίωμα». Περαιτέρω, στη διάταξη της παρ. 4 (πρώην 3) του άρθρου 33 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ Α’ 268), η οποία είχε λάβει τον αριθμό 4 με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 733/1977 (ΦΕΚ Α’ 309), είχε καταργηθεί με την περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1470/1984 (ΦΕΚ Α’ 112) και επαναφέρθηκε, ακολούθως, σε ισχύ με την παρ. 8 του άρθρου 6 του ν. 1649/1986 (ΦΕΚ Α’ 149), ορίζεται ότι: «Οσάκις υπό της κειμένης περί κοινωνικής ασφαλίσεως νομοθεσίας παρέχεται εις ασφαλιστικόν φορέα η ευχέρεια προσβολής πράξεως οργάνου αυτού εκδοθείσης μετ’ άσκησιν υπό ενδιαφερομένου ενδικοφανούς προσφυγής και υποκειμένης του λοιπού, βάσει του παρόντος νόμου, εις προσφυγήν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, η ευχέρεια αύτη διατηρείται, δύναται δε ο ασφαλιστικός φορεύς να ασκήση κατά της πράξεως ταύτης του οργάνου του την κατ’ άρθρον 7 του παρόντος προσφυγήν». Εξάλλου, η Φ.10035/31008/2208/2-2-2007 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β’ 187) με τίτλο «Σύνθεση, συγκρότηση, αρμοδιότητες και λειτουργία των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.)», η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 50 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ Α’ 272), ορίζει στην παρ. 2 του άρθρου 3 αυτής ότι: «Κατά των αποφάσεων της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την παραλαβή της απόφασης. Προσφυγή μπορεί να ασκήσει ο ασφαλισμένος και καθένας που έχει έννομο συμφέρον, καθώς και η Υπηρεσία διά του νομίμου εκπροσώπου της». Ακολούθως, με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ανωτέρω ν. 3900/2010, οι διατάξεις του οποίου τέθηκαν σε ισχύ από 1-1-2011, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 70 αυτού, καταργήθηκε εκ νέου η παραπάνω διάταξη του άρθρου 33 παρ. 4 του ν. 702/1977, με τη δε παρ. 1 του ως άνω άρθρου 18 του ν. 3900/2010 αντικαταστάθηκε η προαναφερόμενη παρ. 2 του άρθρου 64 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ως εξής: «Προσφυγή μπορεί επίσης να ασκήσει ο Υπουργός Οικονομικών, καθώς και τα όργανα, στα οποία έχει μεταβιβαστεί η αρμοδιότητα αυτή με απόφαση του, υπέρ του Δημοσίου κατά των πράξεων των φορολογικών οργάνων του τελευταίου, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας», καταργήθηκε, δηλαδή, η ανωτέρω περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 64 του Κ.Δ.Δ., που προέβλεπε ότι οι διοικητικές αρχές νομιμοποιούνταν ενεργητικά να ασκήσουν προσφυγή, εφόσον ειδική διάταξη νόμου αναγνώριζε σε αυτές τέτοιο δικαίωμα. Εντούτοις, η ως άνω διάταξη του άρθρου 33 παρ. 4 του ν. 702/1977 επαναφέρθηκε εκ νέου σε ισχύ με το άρθρο 138 παρ. ΙΑ’ περ. 3 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α’ 41) για τις υποθέσεις εκείνες «των οποίων το αντικείμενο είναι άνω των 2.000 ευρώ», με έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής από την ημερομηνία κατάθεσης του εν λόγω νόμου στη Βουλή, στις 20-2-2012, σύμφωνα με το άρθρο 139 του ίδιου νόμου. Εν συνεχεία δε, με το άρθρο 55 (με τίτλο «Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές ΙΚΑ-ΕΤΑΜ») του ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α’ 88 – με έναρξη ισχύος την 18-4-2013, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) αντικαταστάθηκε το ανωτέρω άρθρο 138 παρ. ΙΑ περ. 3 του ν. 4052/2012 και ορίστηκε ότι: «Η παρ. 4 του άρθρου 33 του ν. 702/1977, η οποία είχε καταργηθεί με το εδάφιο γ της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1407/1984 και επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 του ν. 1649/1986 (Α 149) και καταργήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3900/2010, επαναφέρεται σε ισχύ για τις υποθέσεις εκείνες των οποίων το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, καθώς και για τις υποθέσεις που δεν αποτιμώνται σε χρήμα, έχουν όμως οικονομικές συνέπειες». Στην αιτιολογική έκθεση δε του τελευταίου αυτού ν. 4144/2013 αναφέρεται, ως προς το άρθρο 55 αυτού, ότι με αυτό «δίνεται η δυνατότητα στον Διευθυντή του υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. να ασκεί προσφυγή κατά αποφάσεων της Τ.Δ.Ε. όχι μόνο για τις υποθέσεις το αντικείμενο των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 2.000 ευρώ αλλά και για υποθέσεις που δεν αποτιμώνται σε χρήμα αλλά έχουν οικονομικές συνέπειες στο Ίδρυμα. Έτσι τίθεται ασφαλιστική δικλείδα, προκειμένου να διασφαλίζονται έτι περαιτέρω τα έσοδα του Ιδρύματος στις ελάχιστες, αλλά υπαρκτές, περιπτώσεις διαφωνίας ανάμεσα στην Τ.Δ.Ε. και τις υπηρεσίες του Υποκαταστήματος».
4. Επειδή, από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι η δυνατότητα των ασφαλιστικών οργανισμών να ασκούν προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά αποφάσεων των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών τους, ήτοι δικών τους οργάνων, ανοίγοντας έτσι ενδοστρεφή δίκη, υφίσταται, μόνον εφόσον αυτή προβλέπεται ρητά ή συνάγεται σαφώς από τον νόμο. Η δυνατότητα αυτή, που είχε παρασχεθεί στους ασφαλιστικούς οργανισμούς με την παρ. 4 του άρθρου 33 του ν. 702/1977 (ΣτΕ 1924/1982 Ολομ.), καταργήθηκε με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 3900/2010 από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου (1-1-2011). Συνεπώς, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, από τη θέση σε ισχύ του ν. 3900/2010 πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη και κάθε άλλη διάταξη, η οποία παρείχε την προαναφερόμενη ευχέρεια στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, όπως, εν προκειμένω, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 της Φ.10035/31008/2208/2007 υπουργικής απόφασης καθ’ ο μέρος αναφέρεται στη δυνατότητα άσκησης προσφυγής, εκ μέρους του Ο.Α.Ε.Ε., κατά απόφασης της Τ.Δ.Ε. επί προσφυγής του διοικουμένου κατά διοικητικής πράξης του εν λόγω οργανισμού (βλ. ΔΕφΘεσ 96/2018, ΔΕφΛαρ 431-2/2017). Εξάλλου, η στέρηση, διά της καταργήσεως των ως άνω διατάξεων, της δυνατότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης προς άσκηση προσφυγής κατά πράξεων των οργάνων τους δεν αντίκειται, όπως έχει κριθεί, ενόψει της προγενέστερης κατάργησης του άρθρου 33 παρ. 4 του ν. 702/1977 με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 1470/1984 (βλ. ΣτΕ 2470/1993, 3289/1990, 3000/1987, 1192/1987 7μ.), στα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος, δεδομένου ότι οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, που αποσκοπούν στην προστασία των διοικούμενων από παράνομες πράξεις των διοικητικών αρχών και την παροχή σε αυτούς της δυνατότητας προσφυγής στη διοικητική δικαιοσύνη, δεν καθιστούν υποχρεωτική για το νομοθέτη την παροχή τέτοιας δυνατότητας και στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), όπως είναι οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, όσον αφορά τις πράξεις των οργάνων τους, δεν κατοχυρώνουν, δηλαδή, δικαίωμα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης να αμφισβητούν τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων τους, ούτε, εξάλλου, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, τα οποία δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, δεδομένου ότι οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης σε σχέση με τα δικά τους όργανα, με τα οποία εκφράζεται η βούληση του οικείου οργανισμού, δεν επέχουν θέση διοικούμενου, αλλά θεωρούνται διοικητικές αρχές (βλ. ΣτΕ 2580, 26/2010, 4363, 2294, 760, 180/2009, 3424/2008, 3050/2007, 3784/2006, 3330/2001).
Εν συνεχεία, ωστόσο, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 138 παρ. ΙΑ περ. 3 του ν. 4052/2012 επαναφέρθηκε σε ισχύ, από την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου (20-2-2012), η δυνατότητα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης να ασκήσουν προσφυγή κατά των εκδιδομένων, κατόπιν ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής του ενδιαφερομένου, πράξεων των ιδίων αυτών οργάνων, πλην, όμως, μόνον για τις υποθέσεις εκείνες των οποίων το (χρηματικό) αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των 2.000 ευρώ. Η τελευταία αυτή ρύθμιση ίσχυσε κατά το χρονικό διάστημα από την 20ή-2-2012 έως την 17η-4-2013, καθότι από την 18η-4-2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του μεταγενέστερου ν. 4144/2013, με το άρθρο 55 του νόμου αυτού παρασχέθηκε, επιπλέον, στους ασφαλιστικούς οργανισμούς η δυνατότητα άσκησης προσφυγής και κατά πράξεων των ιδίων αυτών οργάνων, οι οποίες αφορούν σε υποθέσεις που δεν αποτιμώνται, μεν, σε χρήμα, έχουν, όμως, οικονομικές συνέπειες (βλ. ΔΕφΠειρ 1840/2018, ΔΕφΘεσ 1607/2018). Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις, κατά την έννοιά τους, δεν έχουν ως συνέπεια να καταστούν έγκυρες οι προσφυγές που είχαν ασκηθεί ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων από ασφαλιστικούς οργανισμούς κατά πράξεων των ιδίων αυτών οργάνων πριν από τον χρόνο ισχύος τους (πρβλ. ΣτΕ 2470/1993, 3289/1990, βλ. και ΔΕφΘεσ 1607/2018, 96/2018, ΔΕφΑθ 689/2017, ΔΕφΛαρ 25/2019, 530/2018, 431-2/2017, 244/2017 κ.ά.). Κατά τη γνώμη, όμως, του μέλους της σύνθεσης Χριστίνας Γκρέκα, Πρωτοδίκη Δ.Δ., σύμφωνα με τη ratio legis ερμηνεία του άρθρου 138 παρ. ΙΑ περ. 3 του ν. 4052/2012, σκοπός του νομοθέτη ήταν με τη διάταξη αυτή να επαναφέρει το δικαίωμα άσκησης προσφυγής των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως για υποθέσεις μείζονος σημασίας, ήτοι διαφορών όχι απλώς χρηματικών, αλλά με αντικείμενο που μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, αρκεί αυτό να υπερβαίνει το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ερμηνεία που βρίσκει έρεισμα και από τη μεταγενέστερη αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθρο 55 του ν. 4144/2013, με το οποίο διευρύνθηκε το εν λόγω δικαίωμα των ως άνω οργανισμών και σε υποθέσεις που δεν αποτιμώνται σε χρήμα, έχουν όμως ευρύτερες συνέπειες.
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση προσφυγή του Ο.Α.Ε.Ε., και ήδη Ε.Φ.Κ.Α., αμφισβητείται η νομιμότητα και η ορθότητα της 407/Συν. 38/23-5-2012 (β) απόφασης της Τ.Δ.Ε. της Περιφερειακής Διεύθυνσης Β’ Τομέα Θεσσαλονίκης του Ο.Α.Ε.Ε., με την οποία έγινε δεκτή ένσταση του καθ’ ου η προσφυγή, συνταξιούχου (λόγω αναπηρίας) του προσφεύγοντος ν.π.δ.δ., κατά της 3358/16-9-2011 απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Συντάξεων της ίδιας ως άνω Περιφερειακής Διεύθυνσης και κρίθηκε αυτός ασφαλιστικά ανίκανος (ανάπηρος) σε ποσοστό 67% για το χρονικό διάστημα από 31-3-2011 έως 31-3-2012, με την δε ως άνω 3358/16-9-2011 απόφαση του παραπάνω Διευθυντή είχε απορριφθεί το αίτημα του καθ’ ου για παράταση της συνταξιοδότησής του λόγω αναπηρίας, ελλείψει συντάξιμου ποσοστού αναπηρίας (60%, βάσει της 799/19-7-2011 γνωμάτευσης της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής). Η κρινόμενη δε προσφυγή, με την οποία εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού διαφορά σχετικά με το δικαίωμα του καθ’ ου η προσφυγή για την παράταση της συνταξιοδότησής του λόγω αναπηρίας από τον προσφεύγοντα Φορέα (ως διάδοχο του Ο.Α.Ε.Ε.), ασκήθηκε στις 21-8-2012, δηλαδή μετά τη θέση σε ισχύ της διάταξης του άρθρου 138 παρ. ΙΑ περ. 3 του ν. 4052/2012, αλλά πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 55 του ν. 4144/2013, η διάταξη του οποίου δεν έχει, κατά τα ανωτέρω, αναδρομική ισχύ. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο, κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε, λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι η κρινόμενη υπόθεση έχει, μεν, αντικείμενο που επάγεται οικονομικές συνέπειες για τον προσφεύγοντα ασφαλιστικό οργανισμό, δεν είναι, ωστόσο, χρηματικής φύσεως – αν ήταν, άλλωστε, χρηματική διαφορά θα υπαγόταν στην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 περ. γ’ του Κ.Δ.Δ. – ούτε είναι αποτιμητή σε χρήμα (πρβλ. ΔΕφΠειρ 1759, 1054/2017, ΔΕφΛαρ 244/2017), καθόσον αντικείμενο της σχετικής αμφισβήτησης είναι το δικαίωμα σε ορισμένη παροχή (σύνταξη αναπηρίας) και όχι το ύψος της παροχής αυτής, ενώ σε κάθε περίπτωση το αντικείμενό της δεν εξαντλείται στο χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στις συντάξεις αναπηρίας του οικείου χρονικού διαστήματος (από 31-3-2011 έως 31-3-2012), αλλά συνιστά προϋπόθεση για τη θεμελίωση μόνιμου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατά το άρθρο 22 (παρ. 8) του π.δ. 285/2005 «Καταστατικό του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.)» (ΦΕΚ Α’ 316) – (βλ. ΣτΕ 1841/2018, 1576/2018, 2958/2017, 2634, 228/2016, 4013, 1064, 1062/2015, 4287, 3715, 3193/2014 κ.ά.) και β) ότι οι ως άνω διατάξεις των ν. 4052/2012 και 4144/2013, ως διατάξεις εισάγουσες απόκλιση από την κατάργηση, δια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 3900/2010, της δικονομικής δυνατότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης να ασκούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων προσφυγή κατά πράξεων των δικών τους οργάνων, είναι στενά ερμηνευτέες, δοθέντος και του ότι οι διοικητικές αρχές δεν είναι φορείς του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι η κρινόμενη προσφυγή, η οποία αφορά σε διαφορά αναφυόμενη από τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας, ήτοι σε υπόθεση που δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο, ασκήθηκε σε χρόνο (21-8-2012) κατά τον οποίο δεν παρεχόταν στον προσφεύγοντα ασφαλιστικό οργανισμό σχετικό προς τούτο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου και, συνεπώς, το προσφεύγον ν.π.δ.δ. δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς προς άσκηση της εν λόγω προσφυγής, για τον λόγο δε αυτόν, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατά τη γνώμη, όμως, του μέλους της σύνθεσης Χριστίνας Γκρέκα, Πρωτοδίκη Δ.Δ., η επίδικη διαφορά αποτιμάται σε χρήμα, καθόσον το αντικείμενό της προσδιορίζεται από το συνολικό ποσό της σύνταξης, που καταβλήθηκε στον καθ’ ου η προσφυγή κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, δυνάμει της προσβαλλόμενης απόφασης της Τ.Δ.Ε. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν προκύπτει το ύψος του συνολικού ποσού της σύνταξης που δικαιώθηκε ο καθ’ ου κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από άλλο διαδικαστικό έγγραφο και ενόψει του ότι προϋπόθεση παραδεκτού για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής είναι, κατά τη γνώμη αυτή, το ποσό αυτό να υπερβαίνει το χρηματικό όριο των 2.000,00 ευρώ, το Δικαστήριο πρέπει, προκειμένου να αποφανθεί επί του παραδεκτού της άσκησης της κρινόμενης προσφυγής, να αναβάλει την έκδοση της οριστικής απόφασης και να διατάξει τη συμπλήρωση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, κατ’ άρθρα 129, 149, 151 και 155 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προσκομισθεί από το προσφεύγον ν.π.δ.δ. σημείωμα για το ποσό της επίδικης διαφοράς, κατόπιν υπολογισμού του συνολικού ποσού της σύνταξης, που καταβλήθηκε στον καθ’ ου η προσφυγή κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, δυνάμει της προσβαλλόμενης απόφασης της Τ.Δ.Ε.
6. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν της γνώμης που επικράτησε στο Δικαστήριο, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, απαλλασσομένου, ωστόσο, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, του προσφεύγοντος ν.π.δ.δ., αν και ηττώμενου διαδίκου, από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, που υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε’ του Κ.Δ.Δ.)..
由于这些原因
Απορρίπτει την προσφυγή.
Απαλλάσσει το προσφεύγον ν.π.δ.δ. από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η προσφυγή.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 11-1-2019, με τη σύνθεση που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και υπογράφεται από την αρχαιότερη δικαστή της σύνθεσης Χριστίνα Γκρέκα, Πρωτοδίκη Δ.Δ., λόγω της προαγωγής της Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Αντωνίας Κυπαρίσση σε Εφέτη Δ.Δ. και τοποθέτησής της στο Διοικητικό Εφετείο Κομοτηνής.
Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, στις 29-3-2019, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με τη συμμετοχή στη σύνθεση της Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Αικατερίνης Κοντάκι, λόγω προαγωγής της αναγραφόμενης στην αρχή της παρούσας Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Αντωνίας Κυπαρίσση σε Εφέτη Δ.Δ. και τοποθέτησής της στο Διοικητικό Εφετείο Κομοτηνής.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΘΩΜΑΣ ΣΤΕ. ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΜΔΕ