Der Verwaltungsberufungsgericht von Thessaloniki με την υπ’ αριθμ. 196/2023 Απόφασή του, σε υπόθεση που χειρίστηκε επιτυχώς το γραφείο μας, απέρριψε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου σε υπόθεση επιβολής προστίμου για αποδοχή, λήψη και καταχώριση εικονικών τιμολογίων.
Το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, δέχτηκε ότι η φορολογική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης και δεν απέδειξε, έστω κατ’ αρχήν, την μη πραγματοποίηση των ένδικων συναλλαγών και την εικονικότητα των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και, συνεπώς, δεν υφίσταται υποχρέωση ανταπόδειξης από τους εφεσίβλητους, περί πραγματοποίησης των συναλλαγών, με την προσκόμιση σχετικών συμφωνητικών και παραστατικών εξόφλησης των τιμολογίων αυτών.
Παρατίθεται το πλήρες κείμενο της απόφασης.
Αριθμός απόφασης: A196/2023
DER
EINZELNES VERWALTUNGSBERUFUNGSGERICHT VON THESSALONIKI
ΤΜΗΜΑ Ε’
(STEUER-ZOLL)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2022, με δικαστή τον …………………………, Εφέτη Δ.Δ., και γραμματέα την ………………………., δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την έφεση, με ημερομηνία κατάθεσης 4-2-2021 (αριθ. καταχ. στο Δικαστήριο ΕΦ 227/11-2-2021),
του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου, στην προκείμενη περίπτωση, από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Ζ΄ Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παραστάθηκε,
κατά των: 1) ………………………… του …………………………., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός …………………… αριθ. …….., 2) …………………………….. του …………………………, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός ………………………. αριθ. …………………….., και 3) ……………………………… του ………………………, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός ……………………………. αριθ. ………………….., ως ομόρρυθμων εταίρων της λυθείσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……………………………………», με έδρα τη Θεσσαλονίκη, οδός …………………………… αριθ. …………., για τους οποίους παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Θωμάς Καλοκύρης, με δήλωση (άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.),
και κατά της 7890/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Das Gericht prüfte die Akte und begründete seine Entscheidung im Einklang mit dem Gesetz.
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την οποία δεν απαιτείται, κατά νόμο, η καταβολή παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της 7890/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή, έγινε δεκτή η με ημερομηνία κατάθεσης 15.10.2013 προσφυγή των εφεσίβλητων, ως ομόρρυθμων εταίρων της λυθείσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία <<………………………………………………………>>, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, οδός ……………………………….αριθ. ………………….., και ακυρώθηκε η 707/13.9.2013 απόφαση επιβολής προστίμου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ζ΄ Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση, επιβλήθηκε στην ως άνω εταιρία πρόστιμο, άρθρου 5 του ν. 2523/1997, για αποδοχή, λήψη και καταχώριση δύο εικονικών τιμολογίων, αξίας 3.633,16 και 4.167,28 ευρώ, αντίστοιχα, πλέον ΦΠΑ, έκδοσης του …………………, ίσο με το διπλάσιο της αξίας έκαστου αυτών και συνολικού ποσού 15.600,88 ευρώ.
2. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά την απουσία του εκκαλούντος, αφού αυτό κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παρασταθεί στην ως άνω δικάσιμο (βλ. το από 9.6.2022 αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης του επιμελητή δικαστηρίων Δημητρίου Τσανίδη).
3. Επειδή, ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ. – π.δ. 186/1992, Α΄ 84), όπως τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε και τα εξής: Άρθρο 2 παρ. 1 «Κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο … που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, …, αναφερόμενο στο εξής με τον όρο “επιτηδευματίας”, τηρεί, εκδίδει, παρέχει, ζητά, λαμβάνει, υποβάλλει, διαφυλάσσει τα βιβλία, τα στοιχεία, τις καταστάσεις και κάθε άλλο μέσο σχετικό με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, κατά περίπτωση» …». Άρθρο 12 «1. Για την πώληση αγαθών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου ή δικαιώματος εισαγωγής και την παροχή υπηρεσιών από επιτηδευματία σε άλλο επιτηδευματία και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού, για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, καθώς και για την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εκτός της χώρας εκδίδεται τιμολόγιο.… 9. Στο τιμολόγιο αναγράφονται η ημερομηνία έκδοσης αυτού, τα πλήρη στοιχεία των συμβαλλομένων, τα στοιχεία της συναλλαγής, καθώς και ο αύξων αριθμός ή οι αριθμοί των δελτίων αποστολής ή ποσοτικής παραλαβής που εκδόθηκαν για τη διακίνηση ή την παραλαβή των αγαθών που αφορά το τιμολόγιο…». Άρθρο 18 «1… 2. Κάθε εγγραφή στα βιβλία, που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υπόχρεου, πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού ή σε δημόσια έγγραφα ή σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή. 3… 9. Το βάρος της απόδειξης της συναλλαγής φέρει τόσο ο εκδότης, όσο και ο λήπτης του στοιχείου, οι οποίοι δικαιούνται να επιβεβαιώνουν τα αναγκαία στοιχεία του αντισυμβαλλόμενου από τη δήλωση έναρξης εργασιών ή από άλλο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, τα οποία οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται εκατέρωθεν να παρέχουν, φέροντας ο καθένας και την ευθύνη για την ακρίβεια των στοιχείων που παρέχει». Περαιτέρω, ο ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις” (Α΄179), όπως τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε στο άρθρο 5 (οι διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 4 του ίδιου νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού υποθέσεις, εφόσον προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση) παρ. 10 περ. β΄ ότι «Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών, η νόθευση αυτών, καθώς και η καταχώριση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο, συνιστά ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επισύρει πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου ή καταχώρισης, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των οκτακοσίων ογδόντα (880) ευρώ… Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της μερικώς εικονικής αξίας το πρόστιμο της περίπτωσης αυτής, επιβάλλεται μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Η ίδια μείωση ισχύει και για το λήπτη εικονικού στοιχείου στην περίπτωση που η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη…».
4. Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα (ΣτΕ 1597/2019, 1405, 3336-40, 3347, 3399/2015, 4570, 4269/2014, 394, 4328/2013), όταν αποδίδεται σε επιτηδευματία η παράβαση της λήψης τιμολογίου ή δελτίου αποστολής εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου ή δελτίου αποστολής, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Προς τούτο αρκεί, κατ’ αρχήν, ν’ αποδείξει είτε ότι ο εκδότης του φορολογικού στοιχείου είναι φορολογικώς ανύπαρκτος, ήτοι δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή (οπότε ο λήπτης βαρύνεται πλέον ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη κατά το χρόνο πραγματοποίησής της), είτε ότι ο ανωτέρω εκδότης είναι φορολογικώς μεν υπαρκτός αλλά, ενόψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων, όπως προκύπτουν από την συνολική εκτίμηση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς και της φύσεως και του κύκλου εργασιών του, δεν είναι δυνατόν να ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή (οπότε ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου βαρύνεται ν’ αποδείξει ότι πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, στην οποία αφορά το φορολογικό στοιχείο).
5. Eπειδή, στη προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 13.9.2013 έκθεση ελέγχου ΚΒΣ (π.δ. 186/1992) της Δ.Ο.Υ. Ζ΄ Θεσσαλονίκης, προκύπτουν τα εξής: Η ομόρρυθμη εταιρία «……………………………………………», με αντικείμενο εργασιών «τηλεοπτικές παραγωγές και επεξεργασία εικόνας» και έδρα την οδό ………………………… αριθ. ………… στη Θεσσαλονίκη, που τηρούσε βιβλία Β΄ κατηγορίας, στις 15.11.1995 υπέβαλε δήλωση διακοπής δραστηριότητας, σύμφωνα με το από 8.9.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της, το οποίο δημοσιεύτηκε νόμιμα, χωρίς να ακολουθήσει στάδιο εκκαθάρισης. Εξάλλου, με την από 11.11.2003 έκθεση ελέγχου της Δ.Ο.Υ. Ν. Σμύρνης Αθηνών, που στηρίχθηκε στο 19351/12.12.1998 δελτίο πληροφοριών του Σ.Δ.Ο.Ε. Π.Δ. Αττικής, διαπιστώθηκε, ύστερα από έλεγχο που διενεργήθηκε στην ατομική επιχείρηση του …………………….. του ……………………, ηθοποιού – σκηνοθέτη (οδός ………………… αριθ. ……………………, Ν. Σμύρνη), ότι αυτός εξέδωσε προς την ως άνω ομόρρυθμη εταιρία τρία τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (Τ.Π.Υ) και, συγκεκριμένα, τα Τ.Π.Υ. 4/23.6.1993 (σκηνοθεσία και μοντάζ σε διαφημιστικά σποτ και τηλεοπτικά προγράμματα) και 7/2.10.1993 (μοντάζ και οργάνωση post production διαφημιστικών σποτ), αξίας 1.238.000 και 1.420.000 δραχμών, αντίστοιχα, πλέον ΦΠΑ, καθώς και το Τ.Π.Υ. 21/28.8.1995 (παραγωγή δημοσιογραφικού υλικού), αξίας 1.450.000 δραχμών πλέον ΦΠΑ, τα οποία κρίθηκαν εικονικά. Και αυτό με την αιτιολογία ότι: α) ο ως άνω εκδότης είναι άγνωστος στην υποτιθέμενη έδρα της επαγγελματικής του εγκατάστασης (οδός ……………………….. στη Νέα Σμύρνη), ενώ οι προσπάθειες της Υπηρεσίας να βρεθεί απέβησαν άκαρπες, β) δεν έχει υποβάλει ποτέ περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α., γ) δεν έχει υποβάλει ποτέ δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και δ) από τα τηρούμενα στοιχεία (της Υπηρεσίας), προκύπτει ότι ο ανωτέρω διέμενε προσωρινά στην Ελλάδα, από την οποία μετακόμισε το έτος 1994, χωρίς να υποβάλει δήλωση διακοπής εργασιών και, όπως φαίνεται, το πραγματικό αντικείμενο της απασχόλησης του ήταν η έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης από τους λήπτες αυτών, χωρίς ο ίδιος να επηρεάζεται, αφού δεν υπέβαλε τις ανάλογες φορολογικές δηλώσεις. Τα ως άνω τιμολόγια, τα οποία καταχωρήθηκαν στο βιβλίο εσόδων – εξόδων της ανωτέρω λήπτριας επιχείρησης <<……………………………..>> στη στήλη των εξόδων, και χρησιμοποιήθηκαν για έκπτωση Φ.Π.Α., παραλήφθηκαν από τα ελεγκτικά όργανα με την 581/11.6.1996 έκθεση παραλαβής. Εντέλει, ο έλεγχος έκρινε ότι τα εν λόγω τιμολόγια ήταν εικονικά ως προς τη συναλλαγή και έτσι, με την 560/12.12.2003 απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Η΄ Θεσσαλονίκης, επιβλήθηκε σε βάρος της ανωτέρω λυθείσας ομόρρυθμης εταιρείας πρόστιμο, για τη λήψη των ως άνω 4/23.6.1993 και 7/2.10.1993 τιμολογίων, που καθορίστηκε στο διπλάσιο της καθαρής αξίας αυτών, χωρίς το ΦΠΑ, ήτοι ποσών 1.238.000 και 1.420.000 δραχμών, αντίστοιχα, και συνολικά 5.316.000 δραχμών και ήδη 15.600 ευρώ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 2523/1997. Προσφυγή των εφεσίβλητων, με ημερομηνία 23.4.2004, κατά της απόφασης αυτής, έγινε δεκτή, με την 1419/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την αιτιολογία ότι, κατά την παραλαβή των προαναφερόμενων παραστατικών στοιχείων από την έδρα της επιχείρησης, δεν συντάχθηκε έκθεση κατάσχεσης, η οποία, κατά το άρθρο 36 παρ. 3, 4 και 5 του Κ.Β.Σ., αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας έκδοσης της οικείας πράξης επιβολής προστίμου, ενώ δεν τηρήθηκε ούτε ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης ακρόασης. Σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή και κατόπιν της 80/4.2.2013 εντολής ελέγχου για επανάληψη της διαδικασίας, η φορολογική αρχή κοινοποίησε σε έκαστο των εφεσίβλητων την 1/21.8.2013 έκθεση κατάσχεσης φωτοαντιγράφων των ανωτέρω τιμολογίων, τα οποία βρίσκονταν στο φάκελο της υπηρεσίας, εν συνεχεία δε τους κοινοποίησε και την 27605/2013 κλήση προς ακρόαση. Εντέλει, με την από 13.9.2013 έκθεση ελέγχου της αρμόδιας πλέον Δ.Ο.Υ. Ζ΄ Θεσσαλονίκης, υιοθετήθηκαν τα πορίσματα της από 12.12.2003 προηγούμενης έκθεσης της Δ.Ο.Υ. Η΄ Θεσσαλονίκης και εκδόθηκε η 707/13.9.2013 απόφαση επιβολής προστίμου, με την οποία επιβλήθηκε εκ νέου στη λυθείσα εταιρία το ίδιο πρόστιμο που είχε καταλογισθεί σε βάρος της και με την αρχική πράξη επιβολής προστίμου, συνολικού ποσού 15.600,88 ευρώ.
6. Επειδή, οι εφεσίβλητοι, με την με ημερομηνία κατάθεσης 15.10.2013 προσφυγή τους κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης επιβολής προστίμου, μεταξύ άλλων, αμφισβήτησαν την ορθότητα της κρίσης της φορολογικής αρχής περί εικονικότητας των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων, προβάλλοντας ότι ο εκδότης αυτών ……………………….. ήταν σκηνοθέτης, με τον οποίο συνεργάστηκε η ομόρρυθμη εταιρία στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της για διαφημιστικό και άλλο τηλεοπτικό υλικό, και υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο προέβη σε θεώρηση βιβλίων και στοιχείων και, συνεπώς, μόνη η αδυναμία ανεύρεσης αυτού το 2003, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά τις ανωτέρω συναλλαγές, δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως ανυπαρξία αυτού, η δε ίδια τελούσε σε καλή πίστη κατά τη λήψη των ένδικων στοιχείων και, τέλος, δεν θεμελιώνεται το συμπέρασμα της φορολογικής αρχής ότι ο ανωτέρω εκδότης διέμενε προσωρινώς στην Ελλάδα και διέφυγε στο εξωτερικό. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους προκόμισαν, μεταξύ άλλων, τις 12607 και 12608/5.4.2011 ένορκες βεβαιώσεις των …………………………… και ………………………………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……………………………………………, που λήφθηκαν νομότυπα κατ’ άρθρο 185 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. στο πλαίσιο της ως άνω πρώτης προσφυγής τους κατά της αρχικής 561/12.12.2003 απόφασης επιβολής προστίμου, με την οποία οι ανωτέρω, τηλεοπτικός παραγωγός και κινηματογραφιστής, αντίστοιχα, βεβαιώνουν ότι γνώρισαν και συνεργάστηκαν με τον …………………………………, Έλληνα στην καταγωγή που είχε και τη σουηδική υπηκοότητα, και κατά το διάστημα από το 1991 έως και το 1997 διέμενε στην Ελλάδα, εργαζόταν δε ως σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής στο πλαίσιο οργάνωσης και εκτέλεσης παραγωγής για κινηματογραφήσεις ειδησεογραφικών θεμάτων και διαφημιστικών σποτ και μάλιστα συνεργάστηκαν με την προαναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρία για το διάστημα 1993 – 1995.
7. Επειδή, με την εκδοθείσα επί της ως άνω προσφυγής, εκκαλούμενη 7890/2020 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής: Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο εκδότης των ένδικων φορολογικών στοιχείων …………………………… ήταν φορολογικά υπαρκτό πρόσωπο, εφόσον είχε λάβει αριθμό φορολογικού μητρώου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., είχε προβεί σε θεώρηση βιβλίων και στοιχείων και διέθετε συγκεκριμένη δηλωθείσα έδρα επί της οδού ………………………… αρ. …………… στη Νέα Σμύρνη. Περαιτέρω, δεν παρατίθενται από τη φορολογική αρχή στοιχεία ως προς την εν γένει συναλλακτική του δραστηριότητα και δεν αποδεικνύεται από την συνολική εκτίμηση αυτής και της φύσεως των εργασιών του – η οποία άλλωστε δεν απαιτεί την πρόσληψη προσωπικού ή την αγορά αγαθών ή τη διατήρηση μεγάλου επαγγελματικού χώρου – ότι δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει την ανωτέρω παροχή, μόνη δε η μη τήρηση των φορολογικών του υποχρεώσεων και η μη ανεύρεση αυτού στην προαναφερόμενη έδρα του, σε χρόνο όμως κατά πολύ μεταγενέστερο του κρίσιμου, δηλαδή οκτώ και δέκα χρόνια μετά την έκδοση των ένδικων τιμολογίων, δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου, ότι ο ανωτέρω εκδότης, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στην προαναφερόμενη εταιρία ως σκηνοθέτης. Περαιτέρω, η προβαλλόμενη από τη φορολογική αρχή εκτύπωση των μηχανογραφικών στοιχείων της, σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω διέμενε προσωρινώς στην Ελλάδα, την οποία εγκατέλειψε το 1994 χωρίς να υποβάλει δήλωση διακοπής εργασιών, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου, ενώ τόσο από τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, όσο και από την έκδοση του ως άνω 21/28.8.1995 τιμολογίου, του οποίου φέρεται ως εκδότης, συνάγεται το αντίθετο. Ακόμη, δεν προκύπτει ότι ο εκδότης των ένδικων τιμολογίων δεν άσκησε τη δραστηριότητα του σκηνοθέτη, για την οποία θεώρησε βιβλία και στοιχεία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ή ότι αυτός απείχε, κατά την κρίσιμη χρήση, από την άσκηση αυτής, ενώ οι ένδικες υπηρεσίες εντάσσονται στο αντικείμενο εργασιών του. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ένδικες συναλλαγές με την ως άνω λυθείσα εταιρεία, που αφορούν τα ανωτέρω 4/23.6.1993 και 7/2.10.1993 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, πραγματοποιήθηκαν και, συνεπώς, μη νόμιμα καταλογίστηκε σε βάρος της το ένδικο πρόστιμο για τη λήψη εικονικών τιμολογίων. Έτσι, έγινε δεκτή η ως άνω προσφυγή και ακυρώθηκε η ανωτέρω απόφαση επιβολής του προστίμου.
8. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν κατένειμε ορθώς το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών μεταξύ των διαδίκων και εκτίμησε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των προσφευγόντων-εφεσίβλητων, με βάση το βάρος απόδειξης που τους αναλογεί, περί πραγματοποίησης των ένδικων συναλλαγών με τον ………………………………………., καθόσον δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο, πέρα από τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, ικανό να ανατρέψει την κρίση του ελέγχου περί εικονικότητας των συναλλαγών, όπως συμφωνητικά μεταξύ των ανωτέρω εταιρίας και εκδότη για τους όρους των σχετικών συναλλαγών και τις εκατέρωθεν συμβατικές υποχρεώσεις ή παραστατικά προκαταβολής και εξόφλησης των ως άνω τιμολογίων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ενώ και η περιγραφή στα τιμολόγια αυτά της παρεχόμενης υπηρεσίας είναι αόριστη.
9. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει τα εξής: Ο εκδότης των ένδικων φορολογικών στοιχείων ………………………………….. ήταν φορολογικά υπαρκτό πρόσωπο, εφόσον είχε λάβει αριθμό φορολογικού μητρώου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., είχε προβεί σε θεώρηση βιβλίων και στοιχείων και διέθετε συγκεκριμένη δηλωθείσα έδρα επί της οδού ………………….. αρ. ………………. στη Νέα Σμύρνη. Ακόμη, δεν προκύπτει ότι αυτός δεν άσκησε τη δραστηριότητα του σκηνοθέτη, για την οποία θεώρησε βιβλία και στοιχεία, ή ότι απείχε, κατά την κρίσιμη χρήση, από την άσκηση αυτής, ενώ οι ένδικες υπηρεσίες εντάσσονται στο αντικείμενο εργασιών του. Περαιτέρω, δεν παρατίθενται από τη φορολογική αρχή στοιχεία ως προς την εν γένει συναλλακτική του δραστηριότητα και δεν αποδεικνύεται από την συνολική εκτίμηση αυτής και της φύσεως των εργασιών του – η οποία άλλωστε δεν απαιτεί την πρόσληψη προσωπικού ή την αγορά αγαθών ή τη διατήρηση μεγάλου επαγγελματικού χώρου – ότι δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει την ανωτέρω παροχή, μόνη δε η μη υποβολή απ’ αυτόν φορολογικών δηλώσεων, καθώς και η μη ανεύρεσή του στην προαναφερόμενη έδρα του, σε χρόνο μάλιστα κατά πολύ μεταγενέστερο του κρίσιμου, δηλαδή οκτώ και δέκα χρόνια μετά την έκδοση των ένδικων τιμολογίων, δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου, ότι ο ανωτέρω εκδότης, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στην προαναφερόμενη εταιρία ως σκηνοθέτης. Επομένως, η φορολογική αρχή, που φέρει και το σχετικό βάρος, δεν απέδειξε, έστω κατ’ αρχήν, την μη πραγματοποίηση των ένδικων συναλλαγών και την εικονικότητα των ως άνω 4/23.6.1993 και 7/2.10.1993 τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και, συνεπώς, δεν υφίσταται υποχρέωση ανταπόδειξης από τους εφεσίβλητους, περί πραγματοποίησης των συναλλαγών, με την προσκόμιση σχετικών συμφωνητικών και παραστατικών εξόφλησης των τιμολογίων αυτών. Συνακόλουθα, μη νόμιμα καταλογίστηκε σε βάρος της ανωτέρω εταιρίας το ένδικο πρόστιμο για τη λήψη εικονικών τιμολογίων, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση και, κατ’ αποδοχή της προσφυγής, ακυρώθηκε η ανωτέρω απόφαση επιβολής προστίμου, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ως άνω αντίθετων λόγων της κρινόμενης έφεσης.
10. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση αυτή, αλλά, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί το εκκαλούν από τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο πέμπτο του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την έφεση.
Απαλλάσσει το εκκαλούν από τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 3-2-2023.
Thomas Kalokiris
MDE-Anwalt